Η διαλεκτική – υλιστική προσέγγιση των Φυσικών Επιστημών και η αντιμετώπιση των θρησκευτικών προκαταλήψεων

Πολλά γράφτηκαν και ακούστηκαν για το ζήτημα των Θρησκευτικών στα σχολεία. Το όλο θέμα παρουσιάστηκε ως σύγκρουση ανάμεσα σε ένα «προοδευτικό» τμήμα της κοινωνίας που εκφραζόταν μέσα από ένα κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, του Ποταμιού αλλά και φιλελεύθερων διανοητών και το «συντηρητικό» κομμάτι που εκφράζεται μέσα από την ηγεσία της Εκκλησίας, τμήμα της ΝΔ και τους ΑΝΕΛ.

 

Το ερώτημα είναι: Οι αλλαγές στο μάθημα που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υλοποιώντας επεξεργασίες επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, διαμορφώνουν επιστημονικό κριτήριο προσέγγισης της θρησκείας; Ακόμα παραπέρα, η κατεύθυνση και το περιεχόμενο της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών συμβάλλουν, όπως γίνεται σήμερα, σε μια πιο ολοκληρωμένη επιστημονική εικόνα του κόσμου;

Στην προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει τον κόσμο…

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ποια είναι η αιτία της αναζήτησης από τον άνθρωπο της «αλήθειας» έξω από τον πραγματικό κόσμο στον οποίο ζει και πώς αυτή η ανάγκη ξεπερνιέται ιστορικά;

Η θρησκευτική προσέγγιση της πραγματικότητας πήγαζε από την ανάγκη του ανθρώπου να αποδώσει σε κάτι εξωκοσμικό, θείο, ανώτερο από αυτόν, φαινόμενα από την καθημερινή του ζωή που δε μπορούσε να τα εξηγήσει, τον φόβιζαν, χειροτέρευαν τους όρους διαβίωσής του. Μία ανώτερη ιδέα, δηλαδή, που δημιουργεί τον κόσμο, καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των φαινομένων, υποτάσσει τη φύση και τον άνθρωπο μαζί στα θέλω της. Αυτή η φιλοσοφική τάση που αναγνωρίζει ως πρώτο την Ιδέα και ως δημιούργημά της την πραγματικότητα που ζούμε, καθιερώθηκε στη φιλοσοφία ως ιδεαλισμός1. Ο άνθρωπος, προκειμένου να ξεπεράσει τις φοβίες και τις προκαταλήψεις, έκανε τεράστιες προσπάθειες να εξηγήσει την αντικειμενική πραγματικότητα, να ανακαλύψει τις σχέσεις μεταξύ των φαινομένων, να βαθύνει στην ουσία τους, να εξηγήσει το τι πραγματικά συμβαίνει στην καθημερινότητά του.

Η οργανωμένη αυτή δραστηριότητα οδήγησε αρχικά στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και, στη συνέχεια, όσο αυτή βάθαινε και γινόταν πιο ειδική, στο διαχωρισμό των Φυσικών Επιστημών από την αρχική φιλοσοφική τους μήτρα. Η Φυσική, η Χημεία, η Βιολογία διαχρονικά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο ώστε ο άνθρωπος να νικήσει το άγνωστο, που του καλλιεργούσε το φόβο, τις θρησκευτικές προκαταλήψεις, τις δεισιδαιμονίες και ήταν βασικός παράγοντας της απελευθέρωσής του. Σε περιόδους ανάπτυξης του κάθε κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού η προοδευτική για κάθε εποχή κοινωνική τάξη προσπαθούσε να ενσωματώσει τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις τόσο στην παραγωγή όσο και στο επίπεδο της ιδεολογικής της κυριαρχίας, ακόμα κι αν χρειαζόταν να διαστρεβλώσει και το ίδιο το περιεχόμενό τους. Σε περιόδους σήψης, όμως, η αντιπαράθεση έπαιρνε πιο βίαια χαρακτηριστικά, χιλιάδες επιστήμονες διώχθηκαν, επιστημονικές ανακαλύψεις έμειναν στα αζήτητα, εκατομμύρια φιλοσοφικά και επιστημονικά συγγράμματα κάηκαν στην πυρά, προεξάρχουσας της πιο οργανωμένης και απολυταρχικής δομής αυτής της εξουσίας διαχρονικά, της Ιεράς Εξέτασης. Το παράδειγμα του Giordano Bruno, που κάηκε στην πυρά, ή του Galileo Galilei, που αναγκάστηκε να υποχωρήσει από τα επιστημονικά του «πιστεύω» ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης, είναι χαρακτηριστικά.

Ο ρόλος των Φυσικών Επιστημών

Στη φάση ανόδου του καπιταλισμού (από τις αρχές του 18ου μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα), η ανάγκη της αστικής τάξης να αναπτύξει ορμητικά τα μέσα παραγωγής στην πρώτη φάση του, οδήγησε σε μία πραγματική επανάσταση της επιστημονικής έρευνας, στη ραγδαία πρόοδο των Φυσικών Επιστημών. Η ενσωμάτωση των επιστημονικών ανακαλύψεων στην παραγωγή οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη τα μέσα παραγωγής, που με τη σειρά τους και πάλι ανατροφοδότησαν την απογείωση των επιστημονικών ανακαλύψεων.

Σε αυτήν την περίοδο δόθηκε η δυνατότητα στον άνθρωπο να εξηγήσει με μεγαλύτερη πληρότητα τον πραγματικό κόσμο, τις αιτιακές σχέσεις μεταξύ των φαινομένων, να αναζητήσει στην ίδια την πραγματικότητα την ουσία των φαινομένων και όχι σε μία εξωκοσμική δύναμη όπως ο Θεός. Η πρόοδος των Φυσικών Επιστημών σε συνδυασμό με την επαναστατικοποίηση της ανερχόμενης δύναμης της κοινωνίας, της εργατικής τάξης, έπαιξαν ρόλο ώστε να αναπτυχθεί το πιο σύγχρονο φιλοσοφικό σύστημα, ο διαλεκτικός υλισμός2. Η αντικειμενική πραγματικότητα, η ύλη αποτελεί το πρώτο, το κύριο και ο άνθρωπος προσπαθεί διαρκώς να την εξηγήσει.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα ο καπιταλισμός αναγκαστικά γενικεύει την Εκπαίδευση, σιγά σιγά όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν πρόσβαση στις Φυσικές Επιστήμες, δημιουργείται αντικειμενικό έδαφος ώστε να ερμηνεύουν τον κόσμο, έξω από προκαταλήψεις. Συγκρούονται με παγιωμένες αντιλήψεις, μύθους, θρησκευτικά πιστεύω για τη δημιουργία του κόσμου, την ύπαρξη του ανθρώπου, τη ζωή και το θάνατο, την κοινωνική εξέλιξη.

Σίγουρα, οι μεγάλες ανακαλύψεις των Φυσικών Επιστημών δε δημιουργούν από μόνες τους τη δυνατότητα στον άνθρωπο να απαλλαχθεί από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις. Καθοριστικό ρόλο παίζει η φιλοσοφική αφετηρία απ” την οποία ξεκινά κάποιος για να τις προσεγγίσει. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που τεράστιοι επιστήμονες οδηγήθηκαν σε λαθεμένα συμπεράσματα κατά τη διαδικασία της επιστημονικής αφαίρεσης, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ιδεαλιστή φυσικού Heisenberg, που μπροστά στην αντικειμενική πειραματική αδυναμία του να προσδιορίσει με ακρίβεια τη θέση και την ορμή ενός ηλεκτρονίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατον ή, ακόμα χειρότερα, ότι τέτοιο ηλεκτρόνιο δεν υπάρχει. Αλλά και η Εκκλησία ως οργανωμένος ιδεαλιστικός φορέας κάνει σοβαρές προσπάθειες να αξιοποιήσει τις Φυσικές Επιστήμες για να στηρίξει τη δικιά της ιδεολογία (big bang, θεωρίες για το σωματίδιο του Θεού). Η ουσία λοιπόν της αντιπαράθεσης βρίσκεται ανάμεσα στα δύο φιλοσοφικά ρεύματα (τον υλισμό και τον ιδεαλισμό).

Τι αποτυπώνεται στα εκπαιδευτικά συστήματα

Ας δούμε, όμως, πώς στέκονται απέναντι στην ουσία αυτής της αντιπαράθεσης τα εκπαιδευτικά συστήματα τόσο στη χώρα μας όσο και στην ΕΕ. Τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς, είναι σαφώς καθορισμένα από την ιδεολογική επιρροή του κονστρουκτιβισμού3. Σύμφωνα με αυτόν, η επιστημονική γνώση είναι απόλυτα σχετική, γι” αυτό δεν έχει κανένα νόημα να διδαχθεί στους μαθητές, αλλά πρέπει να μετατραπεί σε διδάξιμη ύλη. Ο μαθητής, με βάση την προϋπάρχουσα γνώση του, οικοδομεί βιώσιμες εξηγήσεις, βιώσιμα μοντέλα που να ικανοποιούν την εμπειρία του. Με λίγα λόγια, ο μαθητής φτιάχνει το δικό του σχετικό κόσμο (world making), χωρίς ο δάσκαλος να ασχολείται με το κατά πόσον αυτός αντανακλά και τον πραγματικό4. Η απολυτοποίηση, έτσι, του σχετικού χαρακτήρα της αλήθειας οδηγεί στον υποκειμενικό ιδεαλισμό5. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών.

Οι τελευταίες αλλαγές που προώθησε η κυβέρνηση εντείνουν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα. Στην ουσία, περιορίζει δραματικά τη δυνατότητα εκτέλεσης εργαστηριακών ασκήσεων, αφού κατάργησε τις τρεις ώρες που έπρεπε να αφιερώνουν οι υπεύθυνοι εργαστηρίων σε κάθε σχολική μονάδα για τη στοιχειώδη λειτουργία τους, μετά τη Χημεία μετέτρεψε και τη Βιολογία σε μονόωρο μάθημα στο Γυμνάσιο και προχωρά σε σημαντικές περικοπές στην ύλη των Φυσικών Επιστημών. Η πιο ακραία έκφραση αυτής της κατεύθυνσης είναι η συζήτηση που έχει ανοίξει για την κατάργηση των διακριτών μαθημάτων των Φυσικών Επιστημών στο Γυμνάσιο, όπως ήδη έχει γίνει σε πολλές χώρες της ΕΕ6. Ο μαθητής λοιπόν διδάσκεται Φυσικές Επιστήμες μακριά από την αντικειμενικότητα της επιστημονικής αλήθειας, από την πράξη που αποτελεί την αφόρμηση της επιστημονικής έρευνας όσο και κριτήριο αληθείας. Επιστημονικές ανακαλύψεις και θεωρίες που αποδεικνύουν την υλικότητα του κόσμου αφαιρούνται από την ύλη ή εντάσσονται στο αναλυτικό πρόγραμμα με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μπορούν πρακτικά να διδαχτούν.

Για παράδειγμα, η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, που αποτελεί φάρο στην προσπάθεια του ανθρώπου να απαντήσει στις ιδεαλιστικές θεωρίες για τη «δημιουργία» του κόσμου και την εξέλιξη των ειδών, αντικείμενο με το οποίο όλες οι θρησκείες καταπιάνονται, έχει περιοριστεί στις έξι τελευταίες διδακτικές ώρες της Βιολογίας της Γ” Γυμνασίου7. Πρακτικά δε διδάσκεται, αφού το μάθημα είναι μονόωρο και οι διδακτικές ώρες που προβλέπει το υπουργείο είναι συνολικά 25, πρόγραμμα που δεν μπορεί να υλοποιήσει κανένας εκπαιδευτικός, πολύ περισσότερο αν σκεφτούμε ότι το ένα τέταρτο είναι αναπληρωτές και προσλαμβάνονται στα σχολεία Οκτώβρη – Νοέμβρη.

Ενα εξίσου σημαντικό παράδειγμα βρίσκεται στη Χημεία της Β” Λυκείου. Το σχολικό βιβλίο εισάγει τους μαθητές στην Οργανική Χημεία με απρόσμενα υλιστικό τρόπο, για τα δεδομένα του αστικού σχολείου. Με μια ολοκληρωμένη ανάλυση στην εισαγωγή, εξηγεί στο μαθητή, μέσα από το παράδειγμα του Wοhler8, το πώς η επιστήμη της Χημείας συνέβαλε στο να χτυπηθούν σκοταδιστικές αντιλήψεις που είχαν καλλιεργηθεί. Εξηγεί ότι μέχρι το 1828 οι άνθρωποι πίστευαν πως οι οργανικές ενώσεις (ενώσεις της ζωής) είχαν μία μυστηριώδη εξωκοσμική δύναμη μέσα τους, τη λεγόμενη ζωική δύναμη (vis vitalis). Ο Wοhler συνέτριψε τη βιταλιστική θεωρία, αφού από μία ανόργανη ένωση (κυανικό αμμώνιο) παρασκεύασε οργανική (ουρία), αποδεικνύοντας στην πράξη ότι, αφού ο ίδιος δεν είναι ο Θεός, τότε η ζωική δύναμη είναι ένας μύθος, που δημιούργησε ο άνθρωπος. Ωστόσο, όλο αυτό το κομμάτι μαζί με τους κανόνες ονοματολογίας της Οργανικής Χημείας έχουν αφαιρεθεί από τη διδακτέα ύλη.

Ας δούμε, όμως, πώς απαντιέται η ουσία του ζητήματος της αντιπαράθεσης ιδεαλισμού – υλισμού στην ερμηνεία των φαινομένων του πραγματικού κόσμου σε χώρες της ΕΕ, όπου έχουν επέλθει εδώ και χρόνια οι αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών, που επιδιώκει το υπουργείο να περάσουν και στη χώρα μας. Μέσα στο πλαίσιο του αστικού εκσυγχρονισμού, το μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει πλέον τη μορφή της κατήχησης, διδάσκεται ως θρησκειολογία και έχει προαιρετικό χαρακτήρα από μία ηλικία και πέρα. Ο μαθητής ξεφεύγει από τη μονολιθικότητα του ενός δόγματος, του ορθόδοξου εν προκειμένω, μπορεί να επιλέξει το δικό του. Είναι, όμως, τέτοιου τύπου αστικοί εκσυγχρονισμοί η σύγχρονη απάντηση απέναντι στη θρησκοληψία; Ο μαθητής, αμφιβάλλοντας για την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης, αποκομμένος από τη μέθοδο και τους νόμους που εξηγούν τα φαινόμενα, έχοντας φτιάξει το δικό του «κονστρουκτιβιστικό» κόσμο, αδυνατεί να ξεπεράσει τα βαρίδια της μεταφυσικής και του ιδεαλισμού. Επί της ουσίας, το μόνο που έχει κερδίσει είναι η ελευθερία της επιλογής του ιδεαλιστικού μοντέλου, με το οποίο θα προσπαθήσει να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα και όχι τον υλιστικό τρόπο προσέγγισης της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Εκεί, λοιπόν, βρίσκεται η ουσία της συζήτησης και όχι σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και τρικ που προχωρά το υπουργείο Παιδείας. Η επιστημονική – υλιστική αξιοποίηση του Δαρβίνου, του Wohler, άλλων μεγάλων ανακαλύψεων των Φυσικών Επιστημών, αποτελεί ειδική συμβολή στη συνολικότερη μάχη με τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και τις ιδεαλιστικές αυταπάτες. Μέσα από τη μάχη αυτή μπορούν να δίνονται απαντήσεις στις ανησυχίες του ανθρώπου, να σπάει ο σύγχρονος φόβος που δημιουργεί το άγνωστο, να εξηγείται με μεγαλύτερη πληρότητα η αντικειμενική πραγματικότητα και όχι με στίχους της Rihanna και του Πορτοκάλογλου στο μάθημα των Θρησκευτικών.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. «Οι ιδεαλιστές θεωρούν αρχή των πάντων τη νόηση ή το πνεύμα. Ισχυρίζονται πως το πνεύμα υπήρχε πριν από τη φύση κι ανεξάρτητα από αυτήν», «Βασικές αρχές της Μαρξιστικής φιλοσοφίας», «Σύγχρονη Εποχή», 2005, σελ. 29

2. «Αφετηρία του διαλεκτικού υλισμού είναι η αναγνώριση της αντικειμενικής ύπαρξης της αιώνια κινούμενης και αναπτυσσόμενης ύλης, της φύσης», «Βασικές αρχές της Μαρξιστικής φιλοσοφίας», «Σύγχρονη Εποχή» 2005, σελ. 175

3. Μ. Κουσαθανά: «Kονστρουκτιβισμός: Παλιές απόψεις σε νέο περιτύλιγμα», «Θέματα Παιδείας», τ. 19-20, 2005

4. «Ριζοσπάστης» 13/4/2016, σελ. 12, «Κονστρουκτιβισμός: Καινούργιο προσωπείο σε μια τόσο παλιά ιδέα που μυρίζει λιβάνι»

5. «Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός αρνούμενος την ύπαρξη του αντικειμενικού κόσμου και θεωρώντας τα αντικείμενα σαν αθροίσματα αισθημάτων και ιδεών, αρνείται και την αντικειμενική νομοτέλεια των φαινομένων», «Βασικές αρχές της Μαρξιστικής φιλοσοφίας», «Σύγχρονη Εποχή» 2005, σελ. 31

6. «Ριζοσπάστης» 5/10/2016, σελ. 12, «Κατάργηση των διακριτών μαθημάτων: Πρόοδος ή επιστροφή στη φυσιογνωσία;»

7. Οδηγίες για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών στο Γυμνάσιο σχολ. έτος 2016-2017, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, http://www.minedu.gov.gr/

8. Σ. Λιοδάκης, Δ. Γάκης, Δ. Θεοδωρόπουλος, Π. Θεοδωρόπουλος, Α. Κάλλης: Σχολικό Εγχειρίδιο Χημείας Β” Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2015, σελ. 9


Ανδρέας ΚΑΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Εκπαιδευτικός Χημικός Msc

Μπροστά σε νέο κύκλο αντιδραστικών αλλαγών στην Εκπαίδευση

 Μια σειρά εξελίξεων το τελευταίο διάστημα δείχνει ότι μπροστά μας έχουμε ένα νέο γύρο αντιδραστικών αλλαγών στην Παιδεία. Όπως θα δούμε παρακάτω, και αυτές οι τομές θα γίνουν στην κατεύθυνση της πιο αποτελεσματικής σύνδεσης της Εκπαίδευσης με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας γενικά, αλλά και πιο ειδικά στην Ελλάδα. Παράλληλα, θα επιδιωχθεί από τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα να επιταχυνθεί η επίλυση μιας σειράς προβλημάτων που έχει συσσωρεύσει η διαχρονική αντιλαϊκή διαχείριση της κρίσης και στην Παιδεία.

Φυσικά, και για να μην ξεχνιόμαστε, το τοπίο στην Εκπαίδευση είναι ήδη αλλαγμένο προς το χειρότερο. Μια σειρά νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχουν διαμορφώσει μια αρνητική αντιπαιδαγωγική κατάσταση, όπου το πρόγραμμα στα σχολεία διαμορφώνεται με ό,τι περισσεύει, με εκπαιδευτικούς να διδάσκουν σε άσχετα προς την επιστήμη τους γνωστικά αντικείμενα. Άλλωστε, η κυβέρνηση, δυόμιση μήνες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, έχει προσλάβει περίπου 16.000 αναπληρωτές, αντί των 23.000 περσινών προσλήψεων, που κι αυτές δεν αρκούσαν.

Η φράση «κάθε πέρσι και καλύτερα» επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2017. Πρόκειται για σταθεροποίηση της υποχρηματοδότησης στα ίδια χαμηλά επίπεδα, που λειτουργεί σωρευτικά στην ήδη υπάρχουσα άθλια κατάσταση, ενώ διαφαίνεται μια τάση μείωσης στις δαπάνες που αφορούν τις Σχολικές Επιτροπές. Η πενιχρή αύξηση εντοπίζεται κατά βάση στους στρατηγικούς τομείς του κεφαλαίου για τη δια βίου μάθηση, τη ΓΓ Ερευνας και Τεχνολογίας…

Δεν πρέπει, επίσης, να διαφεύγει από το νου μας ότι η κυβέρνηση συνεχίζει και υλοποιεί νόμους και μέτρα ψηφισμένα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις επί ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Μάλιστα, για ορισμένες πλευρές των νόμων όπως οι αλλαγές σε ΕΠΑΛ και η επέκταση της μαθητείας, η κυβέρνηση εγκαινιάζει την υλοποίησή τους.

Θέλουν να διαμορφώσουν κλίμα συναίνεσης

Έχουμε καταρχήν την επιλογή του νέου υπουργού Παιδείας, ο οποίος ως πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, έφερε – είναι αλήθεια – τη ΝΔ σε αμήχανη θέση για το συναινετικό πνεύμα των πορισμάτων που ο ίδιος «συνέθεσε», λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις θέσεις των υπόλοιπων αστικών κομμάτων.

Βασική ένδειξη για το πού πάει το πράγμα στην Εκπαίδευση, είναι η «Έκθεση παρακολούθησης της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης του 2016» για την Ελλάδα, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα βασικά σημεία της έκθεσης αυτής αποτέλεσαν αφορμή για μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και αυτούς που την υποστηρίζουν από τη μία, και από την άλλη εφημερίδων και άλλων που υποστηρίζουν τον άλλο πόλο της αστικής διαχείρισης, τη ΝΔ.

Έτσι, από την πλευρά της κυβέρνησης διαβάζουμε σε απάντηση του υπουργείου Παιδείας ότι η Έκθεση αποτυπώνει τα αποτελέσματα των «πρώτων πέντε χρόνων των μνημονίων» (!), λες και μετά όλα είναι μέλι γάλα. Η δε «Αυγή» σχεδόν πανηγυρίζει επειδή ο νέος υπουργός Παιδείας συμφώνησε με τους «θεσμούς» να προχωρήσει η αυτοαξιολόγηση των σχολείων… Από την άλλη, δημοσιεύματα μιλάνε για καμπανάκι της Κομισιόν προς την κυβέρνηση, για έκθεση – κόλαφο κ.τ.λ.

Για να “μαστε ξεκάθαροι: Η ουσία της αντιπαράθεσης στο αστικό στρατόπεδο είναι το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά προχωρούν οι αλλαγές και όχι το φιλολαϊκό ή μη πρόσημό τους. Κοινή βάση και για τα δυο μέρη αποτελεί η ψήφιση του 3ου μνημονίου, που περιλαμβάνει για πρώτη φορά δομικές αλλαγές για την Παιδεία. Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκαν και οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις της κυβέρνησης και ο διάλογος που έστησε. Σε αυτή τη ρότα κινούνται και οι τοποθετήσεις της ΝΔ.

Τι λέει η έκθεση;

Στην έκθεση αποτυπώνονται βασικές τάσεις στην πορεία της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα μέσα στην κρίση και δίνεται το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να κινηθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις στη συνέχεια. Τονίζουμε ότι η Κομισιόν δίνει οδηγίες και κρίνει τις παρεμβάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων και όχι μόνο αυτής των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Ορισμένα παραδείγματα: Θετικά κρίνεται η μείωση της μαθητικής διαρροής και των χρόνων ολοκλήρωσης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Επίσης, θετική είναι η τοποθέτηση για μια σειρά στρατηγικές που έχουν θεσπιστεί, αλλά, όπως επισημαίνεται στο κείμενο, «η εφαρμογή τους θα αποτελέσει πρόκληση». Ταυτόχρονα, υπάρχει προβληματισμός για την καθυστέρηση στην προώθηση της αξιολόγησης στα σχολεία. Σημειώνουμε εδώ ότι αυτή η καθυστέρηση δεν αφορά μόνο την τωρινή κυβέρνηση. Άλλωστε, και επί κυβερνήσεων ΝΔ, οι σχετικές νομοθετικές προσπάθειες έμειναν στα χαρτιά. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Κομισιόν κρίνει ανεπαρκές το σχέδιο «Αθηνά» που υλοποιήθηκε επί συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Για να είμαστε δίκαιοι, λοιπόν. Η Κομισιόν δεν έχει κανένα δογματισμό, ούτε κόμπλεξ να «τραβήξει το αυτί» εκεί που πρέπει και να αποδώσει τα εύσημα, αντίστοιχα. Αυτός άλλωστε είναι και ο ρόλος της. Να καθορίζει το γενικό πλαίσιο των εκάστοτε αλλαγών στην Εκπαίδευση, το οποίο εξειδικεύουν τα κράτη – μέλη της ΕΕ.

Ως προς την Ελλάδα, το πλαίσιο αυτό καθορίζεται από το μνημόνιο του 2015 και τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ, οι οποίες ελέγχουν – σε συμφωνία με τις ελληνικές κυβερνήσεις – την πορεία των μεταρρυθμίσεων. Η Έκθεση τονίζει:

«Η επανεξέταση πρέπει να καλύψει όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων: την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του «Νέου Σχολείου», τα περιθώρια για περαιτέρω εξορθολογισμό (τάξεων, σχολείων και πανεπιστημίων), τη λειτουργία και τη διακυβέρνηση των ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, την αποδοτικότητα και την αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων, τους δεσμούς μεταξύ έρευνας και εκπαίδευσης, καθώς και τη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων με σκοπό την ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών, καθώς και τη διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα».

Αφού, λοιπόν, το υπουργείο Παιδείας μετά τη δημοσίευση της Έκθεσης αυτής δεν είπε τίποτα για το περιεχόμενό της, αλλά βρήκε μόνο λόγια για να υπερασπίσει το «έργο» του, δεν μας μένει παρά να διαπιστώσουμε ότι όχι μόνο συμφωνεί με τις προτάσεις της Κομισιόν, αλλά και ότι θα προχωρήσει στην υλοποίησή τους.

Στο δια ταύτα της Έκθεσης

Τα ζητήματα που θέτει η Έκθεση αφορούν όλη την γκάμα της Εκπαίδευσης. Το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης και των σπουδών σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ, την παραπέρα επιτάχυνση της λειτουργίας με όρους επιχειρηματικούς και την πιο στενή σύνδεση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με την αγορά, τη διαμόρφωση ενός νέου τοπίου στη σχολική εκπαίδευση, όπου τα σχολεία θα λειτουργούν με διαφορετικές ταχύτητες γιατί θα αξιολογούνται, ανάμεσα στα άλλα και με βάση την απόδοση των μαθητών (!).

Α) Ήδη από το διάλογο για την Παιδεία και τις δηλώσεις του προέδρου του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ξεχωρίζουμε την κατεύθυνση για νέα σχολικά βιβλία και αναλυτικά προγράμματα, προκειμένου να προχωρήσει πιο αποτελεσματικά στην πράξη το πνεύμα του «νέου σχολείου της αγοράς». Να επιταχυνθεί ο προσανατολισμός για ακόμα πιο βαθιές αντιδραστικές αλλαγές στη φιλοσοφία, τη μεθοδολογία και το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης. Αποθεώνουν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ την ταξικά κατηγοριοποιημένη μόρφωση. Επιτίθενται ξεκάθαρα στον όποιον ενιαίο χαρακτήρα του σχολικού προγράμματος έχει απομείνει, που φυσικά δεν μπορεί να διασφαλιστεί σε συνθήκες καπιταλιστικής κοινωνίας. Αναπαράγουν το αντιδραστικό ιδεολόγημα των διαφορετικών τύπων ευφυίας, ενός εκσυγχρονισμένου δαρβινισμού στην Εκπαίδευση, που θέλει τελικά οι ταξικές παράμετροι και οι κοινωνικά διαμορφωμένες εμπειρίες να καθορίζουν το «ευέλικτο, εξατομικευμένο πρόγραμμα κάθε μαθητή».

Στα πανεπιστήμια και ΤΕΙ, παίρνονται όλα τα αναγκαία μέτρα σε επίπεδο Τμημάτων προκειμένου τα προγράμματα σπουδών να εναρμονιστούν με το πλαίσιο προσόντων, προκειμένου να διευκολυνθεί η κινητικότητα του επιστημονικού δυναμικού. Οι συνέπειες από αυτές τις εξελίξεις θα είναι ολέθριες. Εδώ δεν θα έχουμε μόνο κατηγοριοποίηση σχολών και τμημάτων, αλλά κυριολεκτικά, κάθε φοιτητής και σπουδαστής θα βαδίζει μόνος του… με ευθύνη για το πρόγραμμά σπουδών του, τα σεμινάριά του κ.ά., προκειμένου να βρει μια άκρη, ένα δήθεν ξέφωτο στη ζούγκλα της αγοράς εργασίας.

Από τη μια, λοιπόν, ενισχύεται η τάση οι νέοι στα ΑΕΙ να μαζεύουν προσόντα, γεγονός που οδηγεί και στην αύξηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, από την άλλη η ανεργία αυτών των «προσοντούχων» νέων να εκτινάσσεται στα ύψη. Αυτή η ταξική πραγματικότητα δίνει τη δυνατότητα να θέσουμε στο επίκεντρο του προβληματισμού, με πολλά παραδείγματα από κάθε χώρο, πώς γίνεται η κοινωνία να έχει ανάγκη τόσους και τόσους ειδικευμένους επιστήμονες και εργαζόμενους και αυτοί να μένουν στα αζήτητα;

Για παράδειγμα, μέσα σε μια δεκαετία (από το 2003 έως το 2014) αυξήθηκε ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών ανά έτος, από 16.972 σε 37.298, των κατόχων μεταπτυχιακών ανά έτος από 4.283 σε 9.231, των υποψήφιων διδακτόρων ανά έτος από 12.169 σε 23.156 και των κατόχων διδακτορικού ανά έτος από 949 σε 1.596. Ταυτόχρονα, η ανεργία των πτυχιούχων από 7,3% το 2007 έφτασε στο 20,3% το 2015, ενώ των κατόχων μεταπτυχιακών από 6% το 2007 έφτασε στο 13,7% το 2015. Με λίγα λόγια, η ανεργία των αποφοίτων και των υψηλά ειδικευμένων πτυχιούχων ακολουθεί την αντίστοιχη αύξηση των γενικών ποσοστών ανεργίας, η οποία το 2007 βρισκόταν στο 8,3% και το 2015 έφτασε στο 25%, εκφράζοντας τη σχέση οικονομίας – εκπαίδευσης και σε αυτό το ζήτημα.

Β) Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα που θέτει η Έκθεση της Κομισιόν είναι – επί της ουσίας - τι είδους εκπαιδευτικές δομές θα έχουμε από “δω και πέρα. Σε αυτό το πλαίσιο επικεντρώνει στο ζήτημα του εξορθολογισμού, την αποδοτικότητα, την αυτονομία, την αξιολόγηση. Δηλαδή, ανοίγει ο δρόμος σε παραπέρα συγχωνεύσεις τάξεων και σχολείων, τίθεται επί τάπητος το ζήτημα ενός «νέου σχεδίου Αθηνά» με επίκεντρο τα ΤΕΙ. Υπάρχει σοβαρός προβληματισμός για την καθυστέρηση στο να γενικευθεί ένα «πνεύμα αξιολόγησης» στην Εκπαίδευση, το οποίο πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί.

Σημειώνουμε ότι η προηγούμενη Έκθεση της Κομισιόν για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το 2015, αναφερόταν θετικά στο νόμο 4327/2015 «Έκτακτα μέτρα για την Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση» που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στις 14 Μάη του 2015, γιατί όπως υποστήριζε, «προωθεί τις κατευθύνσεις της μεγαλύτερης αυτονομίας και των διαδικασιών εσωτερικής – εξωτερικής αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικών».

Οι αλλεπάλληλες «τροχιοδεικτικές βολές» από τον Γαβρόγλου, τον Λιάκο και άλλους, όπως «δεν πρέπει να φοβόμαστε την αξιολόγηση» ή ότι «το σχολείο πρέπει να απογαλακτιστεί από το κράτος», ενισχύοντας όμως την παρέμβαση της αστικής τάξης και των μηχανισμών της στο περιεχόμενο του σχολικού προγράμματος, δείχνουν ότι το κεφάλαιο βιάζεται να ολοκληρώσει το νέο σχολείο της αγοράς. Ένα σχολείο στα λόγια δημόσιου, επί πληρωμή (βλ. κουπόνια και δίδακτρα για επιπλέον δραστηριότητες), στο οποίο θα παρεμβαίνουν επιχειρήσεις και τοπική διοίκηση πιο αποφασιστικά και με βαρύνοντα λόγο, για σοβαρές πλευρές της εκπαιδευτικής διαδικασίας (δραστηριότητες, υποδομές, εκπαιδευτικό πρόγραμμα). Η δε αξιολόγηση, με τους όρους και κριτήρια της αγοράς, θα μετρήσει ως «μαθησιακά αποτελέσματα» την έκφραση – μέσα στο σχολείο – των κοινωνικών ανισοτήτων, των ταξικών φραγμών.

Ως προς την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η Έκθεση της Κομισιόν τονίζει ότι η στρατηγική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αν και σωστή, είναι γενική και πρέπει παρθούν ειδικά και στοχευμένα μέτρα, γιατί αλλιώς «καθίσταται δύσκολη η πλήρης και αποτελεσματική υλοποίησή της». Την εξειδίκευση αυτής της στρατηγικής μπορούμε ήδη να την προβλέψουμε από τις αναφορές των εξωτερικών αξιολογήσεων των Τμημάτων. Είναι πολύ σημαντικές οι αρνητικές αναφορές (95,3%) στον υπερβολικό όγκο μαθημάτων, γεγονός που ανοίγει το δρόμο στη μεγαλύτερη ευελιξία των προγραμμάτων σπουδών, στην απόσπαση αναγκαίων γνώσεων από το προπτυχιακό στο μεταπτυχιακό επίπεδο. Στις αδυναμίες, επίσης, τονίζεται ότι δεν υπάρχουν στα περισσότερα από τα πανεπιστήμια «εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης», μιλώντας ουσιαστικά για την πιο βαθιά διασύνδεση με το κεφάλαιο. Στο πνεύμα αυτό, ο κ. Λιάκος δήλωσε ωμά ότι στόχος είναι η «ελαχιστοποίηση της δημόσιας χρηματοδότησης», ώστε να καλύπτει μόνο λειτουργικά έξοδα, μισθοδοσία και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων!

Υπενθυμίζουμε επίσης ότι ο κ. Γαβρόγλου, ως πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και με τη συναίνεση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποταμιού και ΑΝΕΛ, τον Απρίλη του 2016 έστειλε ένα ερωτηματολόγιο προς τους προέδρους των Συμβουλίων, όπου τα ερωτήματα επικεντρώνονται στο κατά πόσον έχουν προχωρήσει τα «μπίζνες πλαν» των Ιδρυμάτων (στρατηγική ανάπτυξη, οργανισμοί, κανονισμοί κ.τ.λ.), η χρηματοδότησή τους από τις επιχειρήσεις (εξωτερικές πηγές) και η ιδιωτικοοικονομική τους λειτουργία (αξιοποίηση κληροδοτημάτων).

Γ) Κλασική είναι πια η αναφορά στην ανάγκη να γίνει πιο ελκυστική η ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα, δηλαδή τα ΕΠΑΛ. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι στην Ελλάδα η συμμετοχή σε αυτές τις δομές είναι 31% των μαθητών, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 48%. Αυτό που έχει, όμως, ιδιαίτερη αξία να τονίσουμε είναι ότι παρόλο που οι απόφοιτοι αυτών των εκπαιδευτικών δομών είναι και σχετικά λίγοι και θα περίμενε κανείς να απορροφούνται από την αγορά εργασίας, τα ποσοστά απασχόλησης για τους πρόσφατα αποφοιτήσαντες (το 2015) στην Ελλάδα είναι μόνο 37,5%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ φτάνει στο 73%. Αποδεικνύεται και από αυτή την αναφορά ότι το πρόβλημα της ανεργίας δεν αφορά τα προσόντα. Ανεξάρτητα αν αυτά είναι διδακτορικού επιπέδου ή άμεσα συνδεδεμένα με την παραγωγή, με τη γνώση μιας «τέχνης». Το πρόβλημα για τους νέους των ΕΠΑΛ είναι ότι οι αστικές κυβερνήσεις τούς θέλουν έρμαιο της αγοράς, από μικρή ηλικία. Γι” αυτό και διατηρείται η πρόβλεψη του νόμου της ΝΔ για καθορισμό ειδικοτήτων με βάση τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων. Και επειδή η Εκπαίδευση για τους νέους αυτούς δεν πατάει σε ένα στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο, οδηγούνται οι γνώσεις και οι δεξιότητές τους να απαξιώνονται πιο γρήγορα και γίνονται κυριολεκτικά έρμαιο της αγοράς. Θα πιστοποιείται συνεχώς (κάτι που προφανώς δεν καταργεί η κυβέρνηση) από τις επιχειρήσεις.

Φυσικά, οι αλλαγές στα ΕΠΑΛ πάνε χέρι – χέρι με τις τομές στο Γυμνάσιο και κυρίως στο Λύκειο. Όλα δείχνουν ότι παρά την αλλαγή σκυτάλης στο υπουργείο, παραμένει η κεντρική κατεύθυνση για ένα δύσκολο και ελιτίστικο Λύκειο, ένα συνεχόμενο εξεταστικό κέντρο, που επί της ουσίας θα αποθαρρύνει τους νέους από το να το επιλέξουν μετά το Γυμνάσιο.

Στο επίκεντρο οι σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες των νέων

Οι εξελίξεις στην Εκπαίδευση θα είναι ραγδαίες το επόμενο διάστημα.

Σήμερα είναι ανάγκη η Εκπαίδευση να παρέχεται αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν σε όλους. Με κατάργηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε όλες τις δομές της Εκπαίδευσης και παροχής της σύμφωνα με τις ανάγκες των νέων. Γιατί το μικρόβιο του κέρδους φέρνει την Παιδεία να πουλιέται και να αγοράζεται σαν εμπόρευμα. Γιατί το μικρόβιο του κέρδους είναι αυτό που οδηγεί χιλιάδες νέους και νέες να βρίσκονται στα ράφια της ανεργίας, να οδηγούνται στην ετεροαπασχόληση, στην απαξίωση της ειδικότητάς τους.

Έχοντας αυτή τη σταθερή πυξίδα στη δράση μας, πρωτοπορούμε στην οργάνωση της πάλης σε κάθε χώρο Εκπαίδευσης, για να ανέβει η μαζικότητα, το επίπεδο της συζήτησης, οι διεκδικήσεις των νέων, εργαζομένων στην Εκπαίδευση, των γονιών, όλου του λαού. Ανοίγουμε δρόμους μέσα από την καθημερινή αναμέτρηση με τα προβλήματα και τις ανικανοποίητες ανάγκες που υπάρχουν.

Κανένας νέος δεν είναι ανήμπορος μπροστά στη γνώση. Η εργατική τάξη παλεύει με όρους μορφωτικών απαιτήσεων, γιατί αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία.

Του Κυριάκου ΙΩΑΝΝΙΔΗ*

Συνέπειες από την ένταξη των παιδιών με ειδικές ανάγκες στα γενικά σχολεία

Κάθε κυβέρνηση, τόσο οι προηγούμενες όσο και η τωρινή, προσπαθεί να τεκμηριώσει, επιστημονικά και παιδαγωγικά, το νομοθετικό της έργο που αφορά στην Ειδική Αγωγή και εκπαίδευση στις θεωρίες της «ένταξης» και της «συμπερίληψης».

 Πραγματικά, για όσους πονάμε και παλεύουμε για τη βελτίωση των όρων μόρφωσης αυτών των παιδιών, αλλά και της ουσιώδους κοινωνικής ένταξής τους, πόσο όμορφα ηχούν στα αυτιά μας αυτές οι διακηρύξεις! Ομως, η ίδια η πραγματικότητα έρχεται να μας προσγειώσει, μάλλον με βίαιο τρόπο. Ετσι, για την Ευρώπη της «συμπερίληψης» και της «συνεκπαίδευσης» μπορούμε να δούμε από έκθεση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2003) πώς αποτιμά την Ειδική Εκπαίδευση: «Ο τρόπος σκέψης της αγοράς έχει εισαχθεί στην εκπαίδευση και οι γονείς έχουν αρχίσει να συμπεριφέρονται σαν πελάτες (…) Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η εξέλιξη εμπεριέχει ορισμένους κινδύνους για τους ευάλωτους μαθητές και τους γονείς τους (…) Τα σχολεία έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να επιθυμούν μαθητές που συνεισφέρουν σε καλύτερα αποτελέσματα». Βέβαια, τα σχολεία των πολλών ταχυτήτων, με τους γονείς να πληρώνουν για βασικές τους λειτουργίες είναι η κύρια πολιτική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αυτή έχει υλοποιηθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια. Συνέπεια, λοιπόν, αυτής της πολιτικής είναι οι γονείς και οι μαθητές να αντιμετωπίζονται ως πελάτες, και οι μαθητές με αναπηρία να είναι «βάρος», γιατί χαλάνε τη βιτρίνα του σχολείου.

«Συμπερίληψη», «ίσες ευκαιρίες» …διά πάσαν νόσον

Δεν είναι καθόλου καινούριοι οι όροι «ένταξη» και «συμπερίληψη» ούτε αποτελούν καινοτομία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Σύμφωνα με τον επικρατέστερο ορισμό: «Συνεκπαίδευση είναι η προσπάθεια που καταβάλλεται για συνύπαρξη και συνδιδασκαλία των περισσότερων μαθητών με ειδικές ανάγκες με τους συμμαθητές τους που δεν έχουν ειδικές ανάγκες, μέσα στα κοινά σχολεία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης». Δε είναι στόχος του παρόντος άρθρου να κάνουμε μια διεθνή αποτίμηση για το πώς υλοποιείται η «συμπερίληψη» στην Ειδική Εκπαίδευση και θα περιορισθούμε μόνο στα του οίκου μας.

Στην Ελλάδα, λοιπόν, είναι ανεπαρκέστατες οι δομές της Ειδικής Εκπαίδευσης είτε μιλάμε για τις διακριτές και αυτόνομες, είτε αυτές που είναι ενταγμένες στο γενικό σχολείο όπως είναι τα τμήματα ένταξης ή η παράλληλη στήριξη. Αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι η υποβάθμιση, η ανυπαρξία μόνιμου προσωπικού, οι ελλείψεις σε υλικοτεχνικό υλικό, οι ανεπαρκείς μεταφορές κ.τ.λ, ο κατάλογος είναι μακρύς και περιλαμβάνει κάθε έκφανση της διαδικασίας της ειδικής παρέμβασης και εκπαίδευσης.

Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, οι εκάστοτε υπουργοί επικαλούνται τους γονείς των παιδιών με ειδικές ανάγκες, που απογοητευμένοι από την εικόνα των ειδικών σχολείων δε θέλουν να δουν τα παιδιά τους μέσα σε αυτά. Γιατί αυτά τα σχολεία ποτέ δεν ανοίγουν τον Σεπτέμβρη και λείπουν από αυτά οι ειδικοί παιδαγωγοί, το ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό, το ειδικό βοηθητικό προσωπικό, τα μέσα μεταφοράς και όλες οι υλικοτεχνικές υποδομές για να γίνει συστηματική παρέμβαση με βάση την αναπηρία του κάθε παιδιού. Και αυτές οι ελλείψεις σε μεγάλο βαθμό σέρνονται μέχρι τη λήξη του σχολικού έτους. Τα «γκέτο» λοιπόν, όπως τα αποκάλεσε ο πρώην υπουργός Παιδείας, είναι αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, που θεωρεί τα παιδιά, σε όλο το φάσμα των μαθησιακών δυσκολιών, δεύτερης κατηγορίας και η εκπαίδευσή τους υποχρηματοδοτείται, είναι υποβαθμισμένη καθώς στοιχίζει πολλαπλάσια από ό,τι της γενικής εκπαίδευσης.

Ας πάμε τώρα στις ειδικές δομές εντός του γενικού σχολείου, που προσφέρονται για τα παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Και σε αυτήν την περίπτωση, ο αριθμός των δομών είναι πολύ μικρός σε σχέση με τις ανάγκες που υπάρχουν. Δεν επαρκούν τα τμήματα ένταξης στην πρωτοβάθμια και είναι ελάχιστα στη δευτεροβάθμια. Επομένως, χιλιάδες παιδιά που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες δυσκολίες στα μαθήματα, δεν παίρνουν καμία απολύτως ειδική παιδαγωγική στήριξη.

Ακόμα, πιο κραυγαλέα είναι η υποβάθμιση στο θεσμό της παράλληλης στήριξης. Σύμφωνα με όσα προβλέπονται, παράλληλη στήριξη δικαιούνται τα παιδιά που ανήκουν σε όλο το φάσμα του αυτισμού και τα παιδιά με ελλειμματική προσοχή και υπερκινητικότητα κ.ά. Τα νούμερα και σε αυτήν την περίπτωση είναι αποκαλυπτικά. Χιλιάδες παιδιά που δικαιούνται στήριξης μένουν αβοήθητα καθ” όλη τη διάρκεια του χρόνου. Και τα «τυχερά» μοιράζονται την εδική παιδαγωγό με άλλα τρία ή τέσσερα παιδιά. Μέσα σε αυτό το χάλι, ανθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς αναγκάζονται οι γονείς να καλύψουν το κενό από τη δική τους την τσέπη, προσλαμβάνοντας ιδιώτες για παράλληλη στήριξη και όλα αυτά με την ανοχή και τη νομιμοποίηση του υπουργείου.

Εξαιτίας, λοιπόν, της πλήρους υποβάθμισης όλων των δομών που αφορούν στην ειδική εκπαίδευση ανθούν οι ιδιωτικές δομές, που η ίδρυση και λειτουργία τους αποδεικνύει περίτρανα την αντικειμενική και επιστημονική ανάγκη ύπαρξης των αυτόνομων διακριτών δομών της ειδικής εκπαίδευσης, παρά και ενάντια στις διακηρύξεις των υπουργών. Χρυσοπληρώνουν οι λαϊκές οικογένειες τις ειδικές παιδαγωγικές υπηρεσίες είτε αφορούν ήπιες, είτε πιο βαριές περιπτώσεις αναπηρίας. Ετσι, δημιουργείται το πραγματικό κοινωνικό περιθώριο, καθώς δεν μπορούν όλοι να πληρώνουν το κόστος της ιδιωτικής παρέμβασης. Δημιουργείται, λοιπόν, άλλη μια ευκαιρία για χρυσές, κερδοφόρες δουλειές για τον ιδιωτικό τομέα.

Πώς μπορούμε να σκεφτούμε την ουσιαστική «ένταξη» και «συμπερίληψη»

Σύμφωνα με τους κυβερνώντες, η «συμπερίληψη» και η «ένταξη» που αυτοί προτείνουν οδηγεί σε ένα «σχολείο για όλους». Ας σκεφτούμε, λοιπόν: Ρωτήθηκε ποτέ ένα παιδί, που είναι στο φάσμα του αυτισμού, όχι κατ” ανάγκη η βαριά περίπτωση, εάν νιώθει ευτυχισμένο σε μια τάξη με άλλα 20 παιδιά, εάν νιώθει ευχάριστα στο διάλειμμα όταν βρίσκεται σε ένα χώρο με άλλα 250 παιδιά; Κοινωνικοποιείται αρμονικά ή κακοποιείται; Γιατί το παιδί με αυτισμό έχει ανάγκη την ηρεμία, τη σταθερότητα, την ολιγομελή ομάδα και τη ρουτίνα. Και αυτό δεν μπορεί να είναι πρόβλημα στη μαθησιακή διαδικασία, αλλά το υλικό μας για να διαμορφώσουμε την ειδική εκπαιδευτική παρέμβαση.

Ρωτήθηκε ποτέ ένα παιδί με ελλειμματική προσοχή εάν του είναι ευχάριστο, παιδαγωγικά ορθό και αποτελεσματικό να μένει καθηλωμένο για 45 λεπτά σε μια καρέκλα; Οταν αυτό το παιδί κουραστεί και πραγματικά έχει την ανάγκη και ταυτόχρονα το δικαίωμα να σηκωθεί από την καρέκλα του και να κάνει τη βόλτα του μπορεί να το κάνει; Οταν το παιδί αυτό ανταποκρίνεται σε μια δεκαπεντάλεπτη μαθησιακή παρέμβαση και χρειάζεται μια τακτική, σύντομη εναλλαγή, αυτό μπορεί να του το προσφέρει η παραδοσιακή μέθοδος διδασκαλίας; Οχι. Αντιστρόφως, μπορεί να προσαρμοστεί ένα πρόγραμμα παράδοσης στα 15 λεπτά για τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά και μετά να κάνουν διάλειμμα; ΟΧΙ. Γιατί είναι διαφορετικές οι ανάγκες αυτών των παιδιών, και αυτό δεν είναι πρόβλημα, αλλά είναι η καθοδηγητική πυξίδα για να διαμορφώσεις τα κατάλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα, στον κατάλληλο σχολικό χώρο με τους κατάλληλα ειδικευμένους παιδαγωγούς και επιστήμονες.

Στην πραγματικότητα, τα παιδιά με μέτριες και σοβαρές Ειδικές Μαθησιακές Ανάγκες (ΕΜΑ), επειδή ξεκινούν από άνιση και διαφορετική βάση σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά, χρειάζονται από το εκπαιδευτικό σύστημα «ανισότιμη», δηλαδή προνομιακή μεταχείριση, για να μπορέσουν να κατακτήσουν την ισοτιμία τους. Απέναντι σ” αυτά τα παιδιά, το σχολείο και ο παιδαγωγός έχουν μεγάλο χρέος. Αυτό που χρειάζεται να διαπνέει τη μορφωτική διαδικασία είναι το ποιες «αξιοποιήσιμες δυνατότητες» υπάρχουν στο παιδί και τι είδους διαταραχές εμποδίζουν το παιδαγωγικό έργο. Πρέπει το παιδί χωρίς καθυστέρηση και προστριβές να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο και παράλληλα να κατακτήσει εκείνες τις δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να οργανώσει και να διαμορφώσει τη ζωή του.

Η μεγάλη κομμουνίστρια δασκάλα Ρόζα Ιμβριώτη, στο μνημειακό της έργο «Ανώμαλα και Καθυστερημένα Παιδιά» (1939 – εκδόσεις Ελληνικής Εκδοτικής Εταιρείας ΑΕ), στο οποίο καταγράφει την εμπειρία από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του Ειδικού Σχολείου Καισαριανής, εμβαθύνει στα ιδιαίτερα προβλήματα των παιδιών με ΕΜΑ, παρουσιάζει τις προκλήσεις που συναντά ο δάσκαλος Ειδικής Αγωγής στο διαπαιδαγωγητικό του έργο αλλά δίνει και πρακτικές οδηγίες:

«Χρειάζεται ο δάσκαλος ν” αντικρύσει τούτο το ζήτημα διαφορετικά. Να μεταχειριστεί τρόπους που θα έχουν τούτο το κοινό: το κάθε φορά διδαχτικό υλικό να είναι συγκεκριμένο, μάλιστα, να το πω έτσι, «πρωτόγονα» συγκεκριμένο. Κήπος, περιποίηση ζώων, εργαστήριο, πρατήριο, χειροτεχνία, εκδρομές στον αγρό, στα εργοστάσια, στους λιμένες, στις αγορές, δραματοποίηση και αναπαράσταση στην άμμο, στον πηλό. Νιώθουμε πόσο αργός πρέπει να γίνει ο ρυθμός της διδασκαλίας. Τίποτα βερμπαλιστικά, γιατί όλα μένουν ήχοι κενοί. Πρέπει να γεμίσει το μάτι, να δουλέψει το χέρι, να ψαύσει το αντικείμενο, να το εξετάσει, να το εργαστεί, να ιδρώσει, να το αγκαλιάσει με όλες τις αισθήσεις το νέο, να του δώσει όλες τις δυνατές εκφράσεις, για να σχηματιστεί η έννοια ή να συμπληρωθεί. Ο δάσκαλος λοιπόν θ” αλλάξει και ρυθμό και μέθοδο. Πρέπει γενικά να προσαρμοστεί στη νοητική πορεία των παιδιών». Μπορεί ο κάθε ειδικός δάσκαλος να κάνει την αναγωγή στα σημερινά δεδομένα και τις δυνατότητες που του δίνονται.

Οσοι εκπαιδευτικοί εργάζονται στην Ειδική Αγωγή διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές, παρότι γράφηκαν 77 χρόνια πριν, θα διαπιστώσουν μια ταύτιση με όσα οι ίδιοι σχεδιάζουν, πράττουν ή ακόμα οραματίζονται για την εκπαίδευση των παιδιών της τάξης τους ή του σχολείου τους. Με μια τέτοια διαδικασία θα έπρεπε να γίνεται η σχολική διαπαιδαγωγητική εργασία και κοινωνική ένταξη των παιδιών με ΕΜΑ, ειδικά σήμερα που η επιστήμη και η τεχνολογία δίνουν τεράστιες δυνατότητες.

Επομένως, σχολική ένταξη είναι η επιστημονικά τεκμηριωμένη παιδαγωγική διαδικασία που πραγματοποιείται στον κατάλληλο για το παιδί χώρο και έχει ως στόχο την ολόπλευρη «ένταξη», μαθησιακή, κοινωνική, συναισθηματική. Τελικά, η ουσιαστική «ένταξη» είναι αυτή στην κοινωνία. Ο στόχος αυτός πρέπει να διατρέχει όλο το εκπαιδευτικό σύστημα και να αποτελεί φυσικά και στόχο της κοινωνίας.

 

Τάσος ΤΟΚΑΣ
Μέλος της Πανελλαδικής Γραμματείας Εκπαιδευτικών του ΠΑΜΕ, δάσκαλος της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης

2η δύναμη η ΔΑΣ στο 36ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ

Δελτίο Τύπου

2η δύναμη η ΔΑΣ στο 36ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ

Η ΔΑΣ (συνδυασμός που στις αρχαιρεσίες συσπειρώνεται στο ΠΑΜΕ), αναδείχτηκε σε 2η δύναμη στο 36ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ με σημαντική άνοδο σε ψήφους και ποσοστά.

Συγκεκριμένα, ψήφισαν 633 αντιπρόσωποι (2013 ψήφισαν 694 αντιπρ.). Βρέθηκαν 631 έγκυρα ψηφοδέλτια (το 2013: 693 έγκυρα). Η ΔΑΣ πήρε 112 ψήφους και ποσοστό 17,75% (το 2013: 91 ψήφους και 13,13%), η ΔΑΚΕ 136 και 21.55% (το 2013: 154 και 22.2%), η ΠΑΣΚΕ 107 και 16,96% (το 2013: 174 και 25,1%), η Ενωτική Αγωνιστική Εκκίνηση/ΣΥΡΙΖΑ 93 και 14,74% (το 2013: -), το ΜΕΤΑ/ΛΑΕ 57 και 9.03% (το 2013: -), οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ 70 και 11,09% (το 2013: 68 και 9,8%) και η Δημοσιοϋπαλληλική Ανατροπή/πρώην ΠΑΣΚ στην ΠΟΕ-ΟΤΑ 40 και 6,34% (το 2013: 63 και 9%). Όλα τα διάφορα ψηφοδέλτια ήταν 16 και 2,54% (το 2013: 29 και 4,1%).*

Στο νέο Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ η ΔΑΣ εκλέγει 15 έδρες (το 2013: 11 έδρες), η ΔΑΚΕ 18 (το 2013: 19), η ΠΑΣΚ 14 (το 2013:  22), η Ενωτική Αγωνιστική Εκκίνηση/ΣΥΡΙΖΑ 13 (το 2013: -), το ΜΕΤΑ/ΛΑΕ 8 (το 2013: -), οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ 10 (το 2013: 8), η Δημοσιοϋπαλληλική Ανατροπή 5 (το 2013:  8) και οι διάφοροι 2 (2013: 3).*

Το αποτέλεσμα κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ότι συνδυάζεται με τη μεγάλη πτώση της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ αλλά και με το γεγονός ότι η κυβερνητική παράταξη η Ενωτική Αγωνιστική Εκκίνηση/ΣΥΡΙΖΑ  ήρθε 4η.

* Στο προηγούμενο συνέδριο το ΜΕΤΑ (που τότε στήριξαν από κοινού ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σημερινές δυνάμεις της ΛΑΕ είχε πάρει 114 ψήφους και 16,4%. Οι έδρες στο Γενικό Συμβούλιο που είχαν πάρει ήταν 13 έδρες.

Αθήνα, 2 Δεκέμβρη 2016

Αλλαγή «σκυτάλης» στη διαχείριση της ιστοσελίδας, από ΑνΚιν

Προς τα μέλη του συλλόγου και γενικότερα τους επισκέπτες της ιστοσελίδας,

Στο τελευταίο τακτικό ΔΣ του συλλόγου μας έγινε αλλαγή «σκυτάλης» στο πρόσωπο που έκανε την ενημέρωση της ιστοσελίδας. Είχα αυτό το πόστο από την πρώτη μέρα της δημιουργίας της έως και τις 10/11/2016. Προσπερνώντας μια άδικη πικρία που εισέπραξα στο τέλος της πορείας αυτής, καταλαβαίνω όμως ότι ο κύκλος μου έκλεισε και πρέπει να αναλάβει άλλος. Αποφασίστηκε , λοιπόν, στο εξής να ενημερώνεται η ιστοσελίδα από την πλειοψηφούσα παράταξη του συλλόγου μας , το ΠΑΜΕ.

Αγωνίστηκα αρκετά να δημιουργηθεί, να σχηματοποιηθεί και να φτάσει σε ένα ικανοποιητικό, νομίζω, ποσό επισκεψιμότητας, προσπαθώντας πάντα να τηρούνται στο ακέραιο οι συμφωνημένοι κανόνες που είχαμε στο ΔΣ. Τα ανεβάσματα αρχείων ήταν από όλους τους τομείς (ανακοινώσεις αιρετών, ανακοινώσεις ΔΟΕ, ένωση Γονέων, σημαντικά υπηρεσιακά έγγραφα  κ.α. ) που κρινόταν ότι θα ενημέρωναν πλήρως , σφαιρικά και σωστά τον συνάδελφο.

Εύχομαι αυτή η πορεία να συνεχιστεί και ακόμα καλύτερα να εμπλουτιστεί και να επεκταθεί. Ο βαθιά και πλουραλιστικά ενημερωμένος συνάδελφος είναι πραγματικά ό,τι μας χρειάζεται σήμερα, σ’ αυτό το χάος της μονομερούς πληροφόρησης , αλλά και παραπληροφόρησης που όλοι προσπαθούν να μας ταΐσουν.

Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα κι όλα αυτά που προανέφερα να γίνουν τέλεια, πάλι η ιστοσελίδα θα είναι λειψή. Για να απογειωθεί η αξία της και να ολοκληρωθεί ο ρόλος της πρέπει ενεργά ο καθένας συνάδελφος να πάρει κωδικούς και να αρθρογραφήσει στην «Αρθρογραφία Μελών». Πεδίο έχουμε φτιάξει, σπόρος έχει πέσει , μένει να αποδειχθεί ότι οι δάσκαλοι έχουμε τη δύναμη να ανθοφορήσουμε και να παράγουμε «καρπούς» συλλογικότητας. Το εύχομαι ολόψυχα.

 

Γιάννης Χαλακατεβάκης
ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΙΝΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ