Η εκπαίδευση των παιδιών με αναπηρία στην ΕΣΣΔ

Μάθημα από λογοπαιδαγωγό σε μοσχοβίτικο παιδικό σταθμό

Μόλις ένα χρόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, στις 10 Δεκέμβρη του 1919, η νεαρή εργατική εξουσία έθεσε ως απόλυτη προτεραιότητα τη φροντίδα και την εκπαίδευση των ανάπηρων παιδιών. Ετσι, με διάταγμα υπογεγραμμένο από τον ίδιο τον Λένιν, καθορίστηκαν για το Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας τα καθήκοντα και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αυτών των παιδιών, καθώς η κληρονομιά από την καπιταλιστική, προεπαναστατική Ρωσία ήταν πάμφτωχη στον τομέα αυτό και τα ιδρύματα που πρόσφεραν υπηρεσίες ήταν είτε ιδιωτικά είτε φιλανθρωπικά. 

Βέβαια, η θεσμική, και όχι μόνο, κατοχύρωση του δικαιώματος των παιδιών με κάθε είδους αναπηρία να τους παρέχεται καθολική εκπαίδευση, δωρεάν, με ευθύνη του κράτους, ήταν κοινωνικό και ιστορικό άλμα που επιτεύχθηκε στη σοσιαλιστική κοινωνία, καθώς βασικό μέτρο προόδου και εξέλιξής της είναι ο άνθρωπος, οι ανάγκες του και η ικανοποίησή τους.

Οι συνθήκες ζωής και το σύστημα Υγείας οδήγησαν σε χαμηλά ποσοστά αναπηρίας

Αν και η θετικά ανισότιμη παρέμβαση στον τομέα της Εκπαίδευσης που έκανε σχεδιασμένα αυτή η κοινωνία, για να αντισταθμίσει το έλλειμμα που προέκυπτε από την ίδια την αναπηρία, είχε τεράστια κοινωνική σημασία, αυτό που πραγματικά απέδειξε την υπεροχή του σοσιαλιστικού συστήματος ήταν η κοινωνικά, κεντρικά σχεδιασμένη, δημιουργία των προϋποθέσεων για την πρόληψη και την εξάλειψη των αναπηριών, στο βαθμό φυσικά που το επέτρεπαν η πρόοδος της επιστήμης και τα επιτεύγματά της.

 

 
Μονάδα αποκατάστασης για κινητικά προβλήματα

Είναι, λοιπόν, αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό των παιδιών με αναπηρίες στη Σοβιετική Ενωση ήταν το μικρότερο σε όλο τον κόσμο, καθώς το σοβιετικό κράτος είχε πάρει μέτρα για την ανύψωση του βιοτικού και εργασιακού επιπέδου των πολιτών, ανέπτυξε καθολικό δημόσιο σύστημα Υγείας με εκτεταμένο δίκτυο κέντρων πρόληψης ασθενειών και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταπολέμηση πολλών αιτιών που προκαλούσαν τη μη τυπική ανάπτυξή τους. 

Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στη μέριμνα και τη φροντίδα της εργαζόμενης γυναίκας και του παιδιού, ιδρύοντας δίκτυο κέντρων συμβουλευτικής, κατοχυρώθηκε η άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές. Οι παιδιατρικές πολυκλινικές ήταν υπεύθυνες για την υγεία του βρέφους από τη στιγμή που αποχωρούσε από το μαιευτήριο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής ενός βρέφους, γίνονταν καθολικά και υποχρεωτικά 16 ιατρικές εξετάσεις από διάφορες ειδικότητες γιατρών. Αυτά τα μέτρα πρόληψης είχαν εξαλείψει ασθένειες που προκαλούσαν αναπτυξιακές διαταραχές και είχαν λυθεί στο σοσιαλισμό, ενώ στην ίδια ιστορική φάση επιβίωναν στην καπιταλιστική κοινωνία και ευθύνονταν για τη μη τυπική ανάπτυξη των παιδιών.

Βέβαια, υπήρχαν και αιτίες που με δεδομένη την ανάπτυξη της επιστήμης δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν, όπως οι τραυματισμοί, κάποιες λοιμώδεις ασθένειες κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, λειτουργικές ανεπάρκειες στο έμβρυο, γι” αυτό και αναπτύχθηκε ένα ευρύ δίκτυο ειδικών σχολείων για την εκπαίδευση των παιδιών με ειδικές ανάγκες.

Ετσι, η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση εξελίχθηκε και προόδευσε ακολουθώντας τα στάδια της Γενικής Αγωγής, καθώς θεωρούνταν αναπόσπαστο κομμάτι του ενιαίου εκπαιδευτικού συστήματος, αναγνωριζόταν ως δημόσιο, δωρεάν και καθολικό δικαίωμα.

Ιδρύθηκαν εξειδικευμένα σχολεία

 

Το 1931, το Λαϊκό Σοβιέτ Εκπαίδευσης της ΕΣΣΔ εξέδωσε διάταγμα «για την εισαγωγή της Καθολικής Βασικής Εκπαίδευσης για τα σωματικώς ανάπηρα και ψυχικώς μειονεκτούντα παιδιά και εφήβους, καθώς και γι” αυτά με διαταραχές του λόγου».

 

Στα μέσα του Β” Παγκόσμιου Πολέμου, όλα τα παιδιά με ειδικές ανάγκες βρήκαν πλήρη φροντίδα στο σύστημα των ειδικών σχολείων των μεγάλων πόλεων της ΕΣΣΔ, ενώ την ίδια περίοδο το καθήκον αυτό άρχισε να υλοποιείται στις περιφερειακές πόλεις.

Σε όλο το φάσμα της Προσχολικής Αγωγής και υποχρεωτικής Εκπαίδευσης υπήρχε πρόβλεψη για ειδικές δομές ανάλογα με την αναπηρία και το έλλειμμα και το πρόγραμμα ήταν προσαρμοσμένο στις ανάγκες των παιδιών. Λειτουργούσαν με επιτυχία δομές Προσχολικής Αγωγής για παιδιά με οπτικές, ακουστικές αδυναμίες, με νοητική στέρηση και διαταραχές λόγου.

Κατά τη δεκαετία του ’50 παρεχόταν πλήρης δευτεροβάθμια 12ετής εκπαίδευση σε παιδιά με οπτικές αδυναμίες. Τα παιδιά με απουσία ακουστικής αίσθησης ή με δεύτερης κατηγορίας βαρηκοΐα ολοκλήρωναν το πρόγραμμα σπουδών της 8χρονης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ τα παιδιά με μεγάλη βαρηκοΐα ολοκλήρωναν το πρόγραμμα της τυπικής δεκάχρονης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 12 χρόνια. Τα σχολεία αυτά ήταν εξοπλισμένα με διάφορα οπτικά βοηθήματα, που στόχευαν στη βελτίωση της όρασης και αύξαναν το ρυθμό ανάγνωσης κατά 50%, ήταν σημαντικά για τη διαφύλαξη της όρασης και αποφεύγονταν οι αρνητικές επιπτώσεις στη σωματική τους ανάπτυξη.

Τα ειδικά σχολεία για παιδιά με νοητική καθυστέρηση παρείχαν 8χρονη πρωτοβάθμια μόρφωση και επαγγελματική εκπαίδευση. Το 1962 ιδρύθηκαν ειδικά σχολεία για παιδιά που έπασχαν από σοβαρές διαταραχές λόγου (αλαλία, αφασία, ειδικές δυσφρασίες, δυσλαλίες κ.λπ.). Ενώ, στα τέλη του 1960, σε πολλά σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης λειτουργούσαν τάξεις λογοθεραπείας, για να βοηθήσουν τους μαθητές με διαταραχές λόγου.

Επίσης, υπήρχαν ειδικά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά με κινητικά και αισθησιοκινητικά προβλήματα.

Ιδρύθηκαν ειδικά απογευματινά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για εργαζόμενους ενήλικες οι οποίοι είχαν προβλήματα όρασης ή ακοής, μερικής ή ολικής.

Επαγγελματική αποκατάσταση και ανάπτυξη της έρευνας

Μετά την αποφοίτησή τους από το ειδικό σχολείο, κυρίως τα παιδιά με κινητικές και αισθητηριακές αναπηρίες μπορούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε τεχνικά σχολεία, μάλιστα ορισμένα από αυτά είχαν ειδικά τμήματα για μαθητές με ακουστική ανεπάρκεια, σε σχολεία καλών τεχνών και σε πανεπιστημιακά ιδρύματα. Αποφοίτησαν από τα σχολεία αυτά και κατάφεραν να γίνουν δάσκαλοι, μηχανικοί και ερευνητές. Σε πάνω από 200 αποφοίτους αυτών των σχολείων απονεμήθηκε ο τίτλος του Υποψήφιου Διδάκτορα της Επιστήμης, όπως ο εξέχων ακαδημαϊκός Σοβιετικός μαθηματικός L.S. Pontryagin, η διδάκτωρ παιδαγωγικών επιστημών, με ολική απώλεια ακοής και όρασης, ερευνήτρια στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Ελλειμματολογίας της Μόσχας, O.I. Skorokhodova, και δεκάδες άλλοι.

Οι μαθητές όλων των ειδικών σχολείων, αφού ολοκλήρωναν την υποχρεωτική εκπαίδευση λαμβάνοντας γενική και επαγγελματική μόρφωση, είχαν εγγυημένη εργασία. Γύρω στο 50% των παιδιών με νοητική στέρηση δούλευαν σε συνηθισμένες επιχειρήσεις και δουλειές για τις οποίες είχαν προετοιμαστεί από το σχολείο. Για τους εφήβους που λόγω σοβαρής αναπηρίας δεν μπορούσαν να αναλάβουν πλήρη ή μερική εργασία, προβλέπονταν θέσεις εργασίας ειδικά γι” αυτούς. Ενα μικρό ποσοστό παιδιών με βαριά νοητική στέρηση ή ταυτόχρονες διαταραχές προσλαμβανόταν με κεντρικό σχεδιασμό σε προστατευόμενα εργαστήρια.

Η πλούσια αυτή παιδαγωγική δραστηριότητα, το ολοκληρωμένο σύστημα Ειδικής Εκπαίδευσης ήταν αποτέλεσμα των προτεραιοτήτων που έθεσε η κοινωνία στην έρευνα. Ετσι, ιδρύθηκαν τμήματα εντός των παιδαγωγικών σχολών με αποκλειστικό επιστημονικό αντικείμενο την Ειδική Εκπαίδευση. Η επιστημονική έρευνα διεξαγόταν με τις συντονισμένες προσπάθειες των ερευνητικών κέντρων της ΕΣΣΔ, όπως ήταν το Επιστημονικό Ινστιτούτο Ερευνας και Ελλειμματολογίας της Ακαδημίας Παιδαγωγικών Επιστημών, μαζί με τα τμήματα Ελλειμματολογίας των παιδαγωγικών σχολών σε όλη την ΕΣΣΔ. Το ερευνητικό ενδιαφέρον του Ινστιτούτου αφορούσε στη μελέτη όλων των ζητημάτων που σχετίζονται με την Ειδική Εκπαίδευση και το δυναμικό του απαρτιζόταν από επιστήμονες παιδαγωγούς, ψυχολόγους, γιατρούς και ερευνητές της Φυσιολογίας. Ηταν το μοναδικό, στο είδους του, παγκόσμια, με ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων στον τομέα της Ειδικής Αγωγής.

Οι αρχές λειτουργίας της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης

Η Ελλειμματολογία, που θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε στη Σοβιετική Ενωση και εξακολουθεί και υπάρχει στην καπιταλιστική Ρωσία, είναι ένα σύνθετο επιστημονικό πεδίο, που μελετά όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση και καθοδήγηση των παιδιών και ενηλίκων με ειδικές ανάγκες και επεκτείνεται στην εργασιακή και επαγγελματική τους κατάρτιση. Το φάσμα που κάλυπτε η Ελλειμματολογία στην περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ήταν ευρύ και αφορούσε στις κλινικές, ψυχολογικές, φυσιολογικές, παιδαγωγικές και τεχνικές μελέτες, όπως είναι η εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων και η εφαρμογή ειδικών συσκευών στη διδακτική πράξη.

Η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση λειτουργούσε στο πλαίσιο των γενικών αρχών του σοσιαλιστικού σχολείου και υπηρετούσε τους ευρύτερους κοινωνικούς σκοπούς που σχετίζονταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή, την προετοιμασία του για μια μελλοντική, ανεξάρτητη ζωή ως ενεργού μέλους της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η ειδικότερη αντίληψη της επιστήμης της Ελλειμματολογίας που υπηρετούσε την παραπάνω γενική αρχή ήταν αυτή της αναπλήρωσης του ελλείμματος ως ανάγκη και δικαίωμα του κάθε ανάπηρου παιδιού ή ενήλικα.

Εξίσου σημαντική αρχή ήταν η όσο πιο πρώιμη έναρξη της Ειδικής Εκπαίδευσης, γιατί όσο πιο νωρίς ξεκινούσε η στοχευμένη, διεπιστημονική παρέμβαση για την αναπλήρωση του ελλείμματος, αποφεύγονταν η εμφάνιση και η εξέλιξη δευτερευόντων ελλειμμάτων. Γι” αυτό είχε δημιουργηθεί ένα διευρυμένο σύστημα προσχολικών δομών με νηπιαγωγεία, πρωινούς βρεφικούς σταθμούς και ειδικές ομάδες μέσα στα νηπιαγωγεία, όπου φοιτούσαν παιδιά με αισθητηριακές αναπηρίες, αναπηρίες λόγου και νοητική στέρηση.

Μετά την ολοκλήρωση της επτάχρονης φοίτησης στις προσχολικές δομές, διεπιστημονική σχολική επιτροπή εκτιμούσε τη συνολική ανάπτυξη του παιδιού, τις ικανότητές του, τις δυνατότητές του και πρότεινε την ανάλογη δομή, είτε του γενικού είτε του ειδικού σχολείου, που ανταποκρινόταν στις ανάγκες του.

Αντιπαράθεση με τις αστικές θεωρίες ένταξης των ΑμεΑ στα κοινά σχολεία

Παράλληλα, με το πλούσιο παιδαγωγικό έργο για την Ειδική Εκπαίδευση, ήδη από τη δεκαετία του ’60, οι Σοβιετικοί επιστήμονες που δραστηριοποιούνταν στον τομέα αυτό, απαντούσαν στις αστικές θεωρίες περί ένταξης όλων των παιδιών με ειδικές ανάγκες στη Γενική Εκπαίδευση. Βασικό επιχείρημά τους ήταν η αντιπαράθεση μεταξύ της ουσιαστικής ένταξης των παιδιών με αναπηρία, κόντρα στην υποκριτική ένταξη των αστικών θεωριών.

Η ουσιαστική ένταξη, για τη σοσιαλιστική κοινωνία, αφορά τον τελικό σκοπό, που είναι, διαχρονικά ο σημαντικότερος, η ένταξη του ατόμου στην κοινωνία, η αυτονομία του, η ανεξαρτησία του, η κοινωνική προσφορά μέσα από την παραγωγική εργασία. Αλλωστε, αυτό δεν είναι και το ουσιαστικότερο για το κάθε άτομο, είτε ανήκει στους τυπικά αναπτυσσόμενους είτε στους αποκλίνοντες; Το μέσο που υπηρετεί τον παραπάνω σκοπό είναι η Εκπαίδευση και πρωταρχικής σημασίας είναι η εξατομικευμένη ενίσχυση, διαφοροποιημένη ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες των παιδιών με αναπηρία. Γι” αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα, στον ιδιαίτερο τομέα της Ειδικής Εκπαίδευσης, εξασφάλιζε αυτές τις αναγκαίες προϋποθέσεις και όλα τα εφόδια προκειμένου να ανταποκριθεί σε αυτό το καθήκον.

Αντίθετα, στο πλαίσιο του αστικού σχολείου, όχι μόνο δεν υπάρχει πρόβλεψη για εξατομικευμένη, παιδαγωγική παρέμβαση ανά περίπτωση παιδιού με βάση τις ανάγκες του, η όποια ειδική παρέμβαση που επιτυγχάνεται είτε είναι ευκαιριακή είτε πανάκριβη, ενώ το ουσιαστικότερο ζήτημα της ένταξης στην κοινωνία αφορά μια ελάχιστη μειοψηφία αναπήρων και γίνεται με ευκαιριακό και όχι μόνιμο τρόπο. Με αποτέλεσμα η πλειοψηφία αυτών των ατόμων να ζουν μεταξύ επιδοματικής πολιτικής, στα όρια της ανέχειας και του απόλυτου περιθωρίου. Εκ του αποτελέσματος μπορούμε να πούμε ότι οι αστικές ευαισθησίες περί ισότιμης πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία στην κοινωνία, που υπηρετούνται μέσα από την παιδαγωγική τους ένταξη, γκρεμίζονται μπροστά στη βάρβαρη πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν αυτά τα άτομα.

Φυσικά, το σοβιετικό σχολείο δεν απέκλειε τη δυνατότητα της ένταξης παιδιών με ειδικές ανάγκες στο γενικό σχολείο, αλλά θα έπρεπε να εξασφαλίζονται ορισμένες προϋποθέσεις, όπως η ικανότητα των παιδιών να παρακολουθήσουν τη διδακτική διαδικασία ή να τους παρέχεται ο κατάλληλος, ειδικός τεχνικός εξοπλισμός (π.χ. ακουστικά βοηθήματα). Βέβαια, η θέση αυτή δεν ήταν γενικευμένη και αφορούσε συγκεκριμένα τα παιδιά που μπορούσαν να συμβαδίσουν με τη μαθησιακή ύλη και το ρυθμό της.

Για το παιδαγωγικό περιεχόμενο της Ειδικής Εκπαίδευσης

Τα ειδικά σχολεία παρείχαν μόρφωση όμοια με αυτή των γενικών δημοτικών σχολείων και ταυτόχρονα διατρέχονταν από την αρχή της διαφοροποιημένης, εξατομικευμένης παρέμβασης, που με αντισταθμιστικές παρεμβάσεις βελτίωναν την ψυχολογική, φυσική κατάσταση των παιδιών, διορθώνονταν οι διαταραχές λόγου, μάθαιναν να είναι αυτόνομα και προετοιμάζονταν για την ένταξή τους στη σοσιαλιστική κοινωνία.

Θεμελιώδης παιδαγωγική αρχή ήταν η έμφαση που δινόταν στη δυνατότητα του παιδιού και όχι στο έλλειμμα, που απέρρεε από τη γενική τοποθέτηση της διαλεκτικής υλιστικής ψυχολογίας του L.S. Vygotsky, ότι η Εκπαίδευση, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να βλέπει το αύριο και όχι το χτες του μαθητή. Αυτή η γενική αρχή είχε πλήρη εφαρμογή στην Ειδική Εκπαίδευση.

Για να επιτευχθεί η παραπάνω αρχή, βασικό μέσο ήταν η διαφοροποιημένη και εξατομικευμένη διδακτική παρέμβαση για κάθε είδους αναπηρία, καθώς κάθε περίπτωση παιδιού ήταν διαφορετική. Φυσικά, η εξατομίκευση έπονταν της πρώτης γενικής ένταξης σε κάποιο ειδικό σχολείο ανάλογα με την κύρια αναπηρία, όμως εντός του σχολικού πλαισίου, με διεπιστημονική προσέγγιση και παρακολούθηση του παιδιού, διαμορφωνόταν το κατάλληλο παιδαγωγικό πρόγραμμα που ανέπτυσσε παραπέρα τις ικανότητές του και τα ενδιαφέροντά του, ανάλογα με τις δυνατότητές του.

Βασικό μέσο αγωγής και παιδαγωγικής παρέμβασης ήταν η δουλειά με το χέρι, που παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων, όπως είναι ο κινητικός συντονισμός, η ωρίμανση των αισθητηριακών λειτουργιών και ως αποτέλεσμα αυτής η νοητική ανάπτυξη και παραπέρα η κοινωνικοποίηση του παιδιού, που δεν αφορά στενά στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων και επαφών, αλλά στην αφομοίωση όλης της κοινωνικής πείρας και εξέλιξης.

 

 
Μια αναφορά στο έργο του Αλεξάντρ Μεστεριάκωφ με παιδιά τυφλόκωφα

 

 
Ο Αλεξάντρ Μεστεριάκωφ με τους μαθητές του, Αλεξάντρ Σουβόροφ, Σεργκέι Σιρότκιν και Νατάσα Κορνέγιεβα

 Αλεξάντρ Μεστεριάκωφ(1923-1974) ήταν διδάκτωρ Επιστημών (Ψυχολογία), διακεκριμένος Σοβιετικός ψυχολόγος, ειδικός στην εκπαίδευση κωφών και τυφλών παιδιών. Τα συμπεράσματα από τις μακροχρόνιες έρευνές του τα εφάρμοσε με μεγάλη επιτυχία στη σχολή στο Ζαγκόρσκ, που ιδρύθηκε το 1963. Το επιστημονικό του έργο έδειξε ότι η διανοητική ανάπτυξη παιδιών που δεν έχουν όραση και ακοή, μπορεί να φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Υπό την επίβλεψή του, τέσσερις απόφοιτοι της σχολής Ζαγκόρσκ αποφοίτησαν από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας. 

Η μέθοδος που εφαρμόστηκε για την εκπαίδευση των παιδιών ήταν αυτής της «διαιρεμένης λειτουργικής δράσης», που ακολουθούσε τα εξής στάδια: Αρχικά ο δάσκαλος έκανε όλες τις πράξεις μόνος του, κρατώντας τα χέρια του κωφάλαλου και τυφλού παιδιού στα δικά του και οδηγώντας τα και στο τελικό στάδιο φτάνει ένα απλό σήμα του παιδαγωγού – ένα ειδικό άγγιγμα του χεριού – για να καταφέρει το παιδί να κάνει όλες τις ενέργειες που έμαθε. Στην πραγματικότητα, αυτή η μέθοδος ήταν η εφαρμογή της θεμελιακής φιλοσοφικής θεωρίας του Βιγκότσκι ότι τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου διαμορφώνονται κάτω από την επιρροή της κοινωνίας, μέσω των εργαλείων, του λόγου και των κανόνων συμπεριφοράς.

Οι απόφοιτοι της σχολής δεν ήταν ταλέντα, ήταν τα λογικά προϊόντα του κολοσσιαίου έργου που βασίστηκε στη μέγιστη αξιοποίηση και ενεργοποίηση του εναπομείναντος αισθητήριου συνδέσμου του παιδιού με τον έξω κόσμο, στις εναπομείνασες αισθήσεις, της αφής και τις παλμικές και οσφρητικές αισθήσεις. Ομως, για να χρησιμοποιηθούν αυτές οι πηγές γνώσης, έπρεπε να βρεθεί μια συγκεκριμένη βάση για την ανάπτυξή τους και άρχισε μια μακρόχρονη αναζήτηση. Τελικά, η διαδικασία της μάθησης του χειρισμού των αντικειμένων έδωσε την ένδειξη για τη διάπλαση του ανθρώπινου νου.

Ο χειρισμός αυτός αφορούσε αντικείμενα φτιαγμένα από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Μέσω τέτοιων πράξεων μπορεί το τυφλόκωφο παιδί αρχικά να συνειδητοποιήσει τις λειτουργικές ιδιότητες των αντικειμένων, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται από τον κοινωνικό άνθρωπο, και ν” αναγνωρίσει τα αντικείμενα ως πράγματα που υπάρχουν ξεχωριστά το ένα από το άλλο και από το άτομο που τα χειρίζεται. Ετσι, εντάσσεται στη «διαδικασία της εργασίας» και την «εργασιακή επικοινωνία» και το παιδί καταλήγει να βλέπει τον έξω κόσμο με ανθρώπινο τρόπο και να παίρνει ανθρώπινες εικόνες απ” αυτόν τον κόσμο. Με τη χρήση των αντικειμένων τού προσφέρεται η βάση για να κάνει χειρονομίες, που αρχικά είναι η ίδια η πράξη που δείχνει το ίδιο το αντικείμενο (κουτάλι, πετσέτα κ.τ.λ.). Σιγά – σιγά, η χειρονομία «μειώνεται» και γίνεται περισσότερο συμβολική, προετοιμάζοντας έτσι τον προφορικό, αρχικά δακτυλικό λόγο και, έχοντας μάθει καλά τη γλώσσα, έχουν μπροστά τους νέους ορίζοντες για την ανάπτυξη της νοημοσύνης και της προσωπικότητας και νέες δυνατότητες για λειτουργικές δραστηριότητες που εμπλέκουν τις αισθήσεις.

Το μυστικό της επιτυχίας ήταν ότι όλη η διαδικασία της εκπαίδευσης και της διδασκαλίας ήταν συνδεδεμένη με τον βαθμιαίο μετασχηματισμό των πράξεων από εξωτερικά αντικείμενα σε εσωτερικές πράξεις, δηλαδή την «εσωτερίκευση» της εξωτερικής δραστηριότητας.

Κλείνοντας τη σύντομη αναφορά σε αυτό το κεφαλαιώδες έργο, θα αναφέρουμε το εξής περιστατικό από το βιβλίο του Ιλιένκωφ «Μάθετε να σκέφτεστε από τους νέους»: «Οταν οι τέσσερις μαθητές του Μεστεριάκωφ κράτησαν ένα πυκνό ακροατήριο από εκατοντάδες φοιτητές και δασκάλους συνεπαρμένο για τρεις ώρες, μια από τις πολλές σημειώσεις από το ακροατήριο έγραφε «το πείραμά σας δεν ανατρέπει την παλιά αλήθεια του υλισμού, όπου τίποτα δεν υπάρχει στο νου εάν πρώτα δεν τυπωθούν στις αισθήσεις; Δεν βλέπουν και δεν ακούν τίποτα, αλλά καταλαβαίνουν τα πάντα καλύτερα από εμάς». Μετέδωσα αυτήν την ερώτηση, γράμμα – γράμμα, μέσω του δακτυλικού αλφαβήτου στον Σάσα Σοβόροφ. Ημουν σίγουρος ότι θα μπορούσε να απαντήσει καλύτερα από μένα. Και πράγματι απάντησε γρήγορα και καθαρά μιλώντας μέσα στο μικρόφωνο: «Ποιος σας είπε ότι δεν βλέπουμε και δεν ακούμε τίποτα; Βλέπουμε και ακούμε με τα μάτια και τ” αυτιά των φίλων μας, όλων των ανθρώπων, όλης της ανθρωπότητας»».

Θα προσθέταμε εμείς σήμερα, μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές, ότι αυτή η ανθρωπότητα ήταν η σοσιαλιστική, που οδήγησε, στην κυριολεξία από το χέρι, τον ανάπηρο άνθρωπο από το σκοτάδι της ανάγκης, που γεννά το έλλειμμα, στο φως της ολόπλευρης ανθρώπινης ύπαρξης, που γεύεται ισότιμα τη ζωή και προσφέρει ισότιμα στη ζωή.

ΝΕΕΣ ΑΝΤΙΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Συναδέλφισσες, συνάδελφοι,

Η επιμορφωτική διημερίδα με τίτλο: “Επιμόρφωση εκπαιδευτικών στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση”  που θα πραγματοποιηθεί  για τους εκπαιδευτικούς της A’ Αθήνας τη Δευτέρα 3/4 και Τετάρτη 5/4 και στις 25/4 και 26/4 στο 16ο ΔΣ Αμπελοκήπων, αποτελεί εφαρμογή της τροπολογίας του Νόμου «Ρυθμίσεις για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και άλλες διατάξεις» που ψηφίστηκε τον Αύγουστο του 2016.

 Το Υπουργείο Παιδείας επιχειρεί – για άλλη μια φορά – να επιφέρει αλλαγές στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Σε συνέχεια του προηγούμενου νομοθετικού έργου για τα Τμήματα Ένταξης που μετέτρεψε το ρόλο του ειδικού παιδαγωγού σε αυτό του «γυρολόγου», με τη σημερινή τροπολογία, όπου η κυβέρνηση κωδικοποιεί την υφιστάμενη νομοθεσία για την Ειδική Αγωγή από το 2008 έως το 2016, επιβεβαιώνοντας όλα εκείνα τα άρθρα που έχουν επιφέρει καταστροφικές συνέπειες στην εκπαίδευση των παιδιών ΑμΕΑ και στην καταπάτηση των δικαιωμάτων των Εκπαιδευτικών Ειδική Αγωγής, του ΕΕΠ και ΕΒΠ (αναπλήρωση, ωρομισθία, άδειες, μόρια κ.ά.) και που επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα στον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας να διαμορφώνει κατά το δοκούν τις «ανάγκες» στην ΕΑΕ, τα κριτήρια προσλήψεων και τις ίδιες τις προσλήψεις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έρχεται να δώσει ένα νέο χτύπημα στον πολύπαθο χώρο της Ειδικής Αγωγής.

Σε συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων, νομοθετεί, όχι με βάση τις ανάγκες των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, αλλά με «όρους μνημονίων» και με γνώμονα τις αντοχές της οικονομίας που υπηρετεί τα επιχειρηματικά κέρδη.

Με επιμορφωτικά σεμινάρια τo Υπουργείο με πρόσχημα, «να αξιοποιήσει με το βέλτιστο τρόπο το υφιστάμενο ανθρώπινο δυναμικό, να εξυπηρετούνται άμεσα οι ανάγκες των μαθητών και να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των δομών ΕΑΕ», όπως αναφέρει στην αιτιολογική έκθεση, στην ουσία υποβαθμίζει, για να μην πούμε εξαφανίζει, τα ειδικά παιδαγωγικά προσόντα που απαιτεί το μάθημα, προωθεί τη διδασκαλία α λα κάρτ και το τσουβάλιασμα των συναδέλφων ανεξαρτήτως επιστημονικής κατάρτισης. Στη συνέχεια της αιτιολογικής έκθεση κάνει ακόμα πιο σαφές το πώς θα ικανοποιηθούν αυτές «οι ανάγκες»: Στην κατ’ άρθρο διατύπωση διαβάζουμε ότι «εάν συντρέχει αδυναμία πλήρωσης των κενών διατίθενται εκπαιδευτικοί χωρίς κανένα από τα ανωτέρω προσόντα ή χαρακτηριστικά (πτυχίο – μεταπτυχιακές σπουδές ή μετεκπαίδευση στην ειδική Αγωγή δηλ.). Οι εκπαιδευτικοί αυτοί συμμετέχουν υποχρεωτικά σε προγράμματα επιμόρφωσης και εξειδίκευσης»!!!

Σύμφωνα με τον Υπουργό δηλαδή, αρκούν κάποιες ώρες σεμιναρίων για να γίνουν κάποιοι εκπαιδευτικοί ικανοί να ανταπεξέλθουν στο σύνθετο και δύσκολο έργο του ειδικού παιδαγωγού. Αλήθεια, τα Παιδαγωγικά Τμήματα Ειδικής Αγωγής, τι διδάσκουν τέσσερα χρόνια στους φοιτητές, όταν το Υπουργείο μπορεί (σε… παγκόσμια πρωτοτυπία) και «δημιουργεί» εκπαιδευτικούς Ειδικής Αγωγής μέσα σε λίγες ώρες με ταχύρρυθμα σεμινάρια;

Η τροπολογία που προωθεί τέτοιου είδους σεμινάρια, αποτελεί πισωγύρισμα στη δεκαετία του ’80, τότε που προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της ΕΑΕ μετατίθονταν ή αποσπώνταν σ’ αυτή εκπαιδευτικοί χωρίς κανένα προαπαιτούμενο. Κι ενώ τότε ήταν αυτονόητο να γίνει αυτό, καθώς δεν υπήρχαν ούτε πανεπιστημιακά τμήματα ΕΑΕ, ούτε εκπαιδευτικοί με ειδίκευση σ’ αυτή, η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, σε μια περίοδο που υπάρχουν χιλιάδες αδιόριστοι εκπαιδευτικοί ειδικευμένοι στην Ειδική Αγωγή. Με την τροπολογία δίνεται η δυνατότητα να τοποθετηθούν στην ΕΑΕ εκπαιδευτικοί της Γενικής Αγωγής που δεν έχουν καμιά σχέση με το αντικείμενο. Με λίγα λόγια, αντί το Υπουργείο Παιδείας να προχωρήσει στην πρόσληψη μόνιμου επιστημονικού εκπαιδευτικού προσωπικού, κάτι που το έχει μεγάλη ανάγκη η ΕΑΕ σήμερα, προαναγγέλλει την αδιοριστία και ανεργία των εκπαιδευτικών της Ειδικής Αγωγής και τη βίαιη τοποθέτηση στην Ειδική Αγωγή των εκπαιδευτικών της Γενικής που θα «περισσέψουν».

Τέλος, τα «προσόντα» που τίθενται στην τροπολογία για τους εκπαιδευτικούς αναδεικνύουν τον απαράδεκτο και αντιεπιστημονικό τρόπο που η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας αντιλαμβάνεται την ΕΑΕ.

Συγκεκριμένα:

Θεωρείται ως προσόν η εργασία ενός εκπαιδευτικού στην ενισχυτική διδασκαλία. Αλήθεια πώς τεκμηριώνεται επιστημονικά ο συσχετισμός της ΕΑΕ με την ενισχυτική διδασκαλία η οποία έχει άλλο παιδαγωγικό πλαίσιο, φιλοσοφία και αποστολή;

Οι εκπαιδευτικοί Γενικής και Ειδικής Αγωγής, οι γονείς παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, δεν πρέπει να συμβιβαστούν με αυτή την κατάσταση, δεν πρέπει να επιτρέψουν αυτό το πισωγύρισμα.

ΕΔΩ και ΤΩΡΑ να αγωνιστούμε με μέτρο τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών αλλά και τις δυνατότητες που υπάρχουν. Γιατί μπορεί το υπουργείο να επιδίδεται καλά στο επικοινωνιακό παιχνίδι των εντυπώσεων αλλά δε φτάνει ένα δελτίο τύπου για ίδρυση των δομών της ΕΑΕ, χρειάζεται η εξασφάλιση όλων των απαραίτητων κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό και η αναγκαία πολιτική βούληση για να γίνουν μαζικές προσλήψεις προσωπικού για να λειτουργήσουν.

Το παιχνίδι της διάσπασης  μεταξύ των εκπαιδευτικών, που επιδιώκει να στήσει και να αξιοποιήσει η Κυβέρνηση αλλά και διάφοροι καλοθελητές, δεν πρέπει να πιάσει τόπο.

Δηλώνουμε ότι δεν θα επιτρέψουμε την πλήρη υποβάθμιση του χώρου της ειδικής αγωγής μέσα από την ευέλικτη διαχείριση των εκπαιδευτικών με μοναδικό σκοπό τη μείωση του κόστους. Θα υπερασπιστούμε τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών μας και τα εργασιακά δικαιώματα όλων των εκπαιδευτικών.

 Καλούμε τους συλλόγους διδασκόντων να μην συναινούν στην απαξίωση της παράλληλης στήριξης, να μην καλύπτουν δηλαδή με συμπληρώματα ωρών τις ανάγκες των μαθητών τους για παράλληλη στήριξη.

Καλούμε τους συναδέλφους που έχουν κληθεί να συμμετάσχουν στα σεμινάρια του ΙΕΠ είτε με την ιδιότητα του επιμορφωτή, είτε με την ιδιότητα του επιμορφούμενου, να μην προσέλθουν σε αυτά, αναδεικνύοντας αφενός τον πρόχειρο χαρακτήρα τους και αφετέρου τη στόχευσή τους που δεν είναι άλλη από την ευέλικτη διαχείριση εργαζομένων και τις περαιτέρω μειώσεις στις προσλήψεις εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής στο μέλλον.

Καλούμε όλους ανεξαιρέτως τους συναδέλφους της ειδικής αγωγής, σε αγωνιστική δράση ενάντια στις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές.

Στην εκπαίδευση και ειδικά στην ΕΑΕ δεν περισσεύει κανένας συνάδελφος!! Το αντίθετο! Χρειάζονται σήμερα χιλιάδες μόνιμοι διορισμοί που να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες!

 

Να σταματήσει η περιπλάνηση και η ομηρία των χιλιάδων εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής, που εργάζονται εδώ και 15 χρόνια σαν αναπληρωτές!!!

 

ΕΔΩ και ΤΩΡΑ απαιτούμε:

  • Άμεση απόσυρση της απαράδεκτης τροπολογίας του Υπουργείου Παιδείας για τα «Θέματα Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης», πλην της παραγράφου που αφορά στην αναγνώριση όλου του προσωπικού στις μονάδες της ειδικής εκπαίδευσης να συμμετέχουν ισότιμα στον Σύλλογό τους.
  • Άμεση απόσυρση της σημερινής τροπολογίας του Υπουργείου Παιδείας που κατέθεσε σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών.
  • ΜΑΖΙΚΟΥΣ ΜΟΝΙΜΟΥΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥΣ τώρα για την κάλυψη των σύγχρονων μορφωτικών αναγκών.
  • Μαζικές προσλήψεις μόνιμου ειδικευμένου προσωπικού στην Ειδική Αγωγή (εκπαιδευτικού, ειδικού εκπαιδευτικού, βοηθητικού και τεχνικού προσωπικού) για τη στήριξη των παιδιών με αναπηρίες και μαθησιακές δυσκολίες.
  • Άμεση στήριξη των δομών Ειδικής Αγωγής. Εδώ και τώρα όχι μόνο ίδρυση αλλά και λειτουργία όλων των αναγκαίων ειδικών σχολείων σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ίδρυση τμημάτων ένταξης σε κάθε σχολική δομή σε Α/θμια και Β/θμια. Να ικανοποιηθούν όλες οι αιτήσεις για Παράλληλη Στήριξη στα σχολεία, χωρίς καμία καθυστέρηση.
  • Κατάργηση του νόμου 3699/2008 και του άρθρου 39 του ν. 4115/2013 για την Ειδική Αγωγή και της τροπολογίας που αλλάζει το χαρακτήρα και στην ουσία καταργεί τα Τμήματα Ένταξης.
  • Άμεση και γενναία χρηματοδότηση της Ειδικής Αγωγής. Τα χρήματα του ΕΣΠΑ να κατευθυνθούν άμεσα για τη στήριξη και τη διεύρυνση των δημόσιων βασικών σταθερών δομών και όχι για επιδότηση των ΜΚΟ, των λεγόμενων μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που ανοίγουν το δρόμο της ιδιωτικοποίησης και των ελαστικών σχέσεων εργασίας.
  • Να απαγορευτεί η επιχειρηματική δράση στο χώρο της Ειδικής Αγωγής, της πρώιμης διάγνωσης και παρέμβασης, αλλά και της αποκατάστασης των παιδιών με αναπηρίες.
  • Πλήρης, έγκαιρη και αντικειμενική καταγραφή και διάγνωση, ομαδοποίηση ανά ιδιαίτερη ανάγκη και πρόβλημα. Που σημαίνει επιστημονική «χαρτογράφηση» του χώρου και των αναγκών της Ειδικής Αγωγής ποσοτικά όσο και ποιοτικά.
  • Κάθε παιδί με Ειδικές Ανάγκες να έχει το κατάλληλο γι” αυτό σχολείο, να φοιτά δηλαδή υποχρεωτικά στη δημόσια εκπαίδευση και στη δομή που έχει ανάγκη. Ούτε ένα παιδί με αναπηρία στο σπίτι του ή σε σχολείο που δε θα μπορεί να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες του.