Παρεμβάσεις του κεφαλαίου στον Πολιτισμό: Το παράδειγμα του Κέντρου Πολιτισμού «Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος»

Στο πλαίσιο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης ένα πλήθος επιχειρηματικών ομίλων επιδιώκουν με χορηγίες και δωρεές – σταγόνες στον ωκεανό του πλούτου που έχουν συσσωρεύσει από την εκμετάλλευση των εργαζομένων – να αποκαταστήσουν την αιματοβαμμένη φύση του κεφαλαίου στη λαϊκή συνείδηση, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μέσα από κάθε λογής προγράμματα την αντίληψη ότι κοινωνική πρόοδος χωρίς το κεφάλαιο είναι αδύνατον να υπάρξει. Αναφερόμενοι στον τομέα του Πολιτισμού δε θα μπορούσε να παραλειφθεί το παράδειγμα της Κίνησης Πολιτών «Διάζωμα», που έχει αναλάβει την προστασία των αρχαίων θεάτρων μέσω χορηγιών από ιδιωτικές οργανώσεις (όπως τα ιδρύματα Ωνάση, Μποδοσάκη, «Στ. Νιάρχος», ΣΕΒ κ.λπ.), επιχειρηματικούς ομίλους (τράπεζες, βιομηχανίες τροφίμων και ποτών, φαρμακοβιομηχανίες, επιχειρήσεις τηλεπικοινωνίας κ.ά.), δημόσιους φορείς, ειδικά της Τοπικής Διοίκησης, και απλούς πολίτες και η οποία διασυνδέεται άμεσα με τα σχολεία. Για τους πραγματικούς στόχους ανάλογων παρεμβάσεων μιλάει το παράδειγμα των μαθητών ενός σχολείου που εμπνεόμενοι από το κοινωνικό όραμα μιας βιομηχανίας – εταιρικού μέλους του «Διαζώματος» – έγραψαν σενάριο για τη συμβολή της στην αποκατάσταση και ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ως ανταμοιβή, είχαν την …τύχη να συνομιλήσουν με τον πρόεδρο της εταιρείας και να διδαχτούν από την πείρα της ζωής και της σταδιοδρομίας του «κατάλληλες στάσεις ζωής», σύμφωνα με το δελτίο Τύπου του σχολείου…

Με λίγα λόγια, καπιταλιστικό κράτος και επιχειρηματικοί όμιλοι συνεργάζονται αγαστά για να επιτευχθεί η ταξική συνεργασία και συναίνεση στη διαιώνιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, υλικής και πνευματικής. Έτσι και η ναυαρχίδα του Ιδρύματος «Στ. Νιάρχος», το Κέντρο Πολιτισμού στο Φαληρικό Δέλτα, έρχεται επάξια να εκπροσωπήσει την κυρίαρχη αστική αντίληψη για το ρόλο της Τέχνης να κατευνάζει, να παρηγορεί και ευχάριστα να αποκοιμίζει συμφιλιώνοντας ταξικά τους καταπιεσμένους με τους καταπιεστές τους. Οι μέχρι σήμερα ανοιχτές στους πολλούς δραστηριότητές του, όπως το γιορταστικό πρόγραμμά του για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά με τις συναυλίες κλασικής μουσικής, τα γκαλά όπερας από τη Λυρική, τις αναγνώσεις χριστουγεννιάτικων ιστοριών από επώνυμους καλλιτέχνες, το στολισμένο περιβάλλον, τις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, τη λίμνη, τα βεγγαλικά, πρόσφεραν απλόχερα στο λαϊκό κόσμο που συνέρρεε με τα παιδιά του μια γεύση από το λαμπερό και πολυτελή κόσμο της τάξης των αστών, στον οποίο μπορεί να συμμετέχει και ο απλός λαός, μια αίσθηση σφρίγους και ακμής ενός συστήματος που κάτω από το λούστρο του σπαράζεται από ανταγωνισμούς και σαπίζει.

Ένας ιδιωτικός οργανισμός που θα απολαμβάνει τα προνόμια του Δημοσίου χωρίς τις υποχρεώσεις του

Δεν είναι πλέον μακριά η ημερομηνία που θα ολοκληρωθεί η παράδοση του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» (ΚΠΙΣΝ) στο ελληνικό κράτος. Ήδη το έργο βρίσκεται στο τελικό στάδιο των δοκιμαστικών χρήσεων για να διαπιστωθεί η καλή λειτουργία του. Σύσσωμος ο αστικός Τύπος πανηγυρίζει για το καινούργιο πολιτιστικό κέντρο, επισημαίνοντας τη «μεγάλη προσφορά» του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» (ΙΣΝ), τις αρχιτεκτονικές του αρετές και τη σπουδαία αναβάθμιση του αστικού τοπίου της περιοχής. Ελάχιστες μέχρι τώρα είναι οι φωνές που αμφισβητούν το πόσο δωρεάν είναι η «δωρεά» και επισημαίνουν την παρέμβαση που γίνεται από το ΙΣΝ, ενός ιδιωτικού φορέα, στη διάρθρωση και λειτουργία όχι μόνο του οργανισμού του ΚΠΙΣΝ αλλά και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) και της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος (ΕΒΕ). Για τους διαφημιστές όμως του μύθου περί καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο και αγαθοποιά οράματα, τέτοια θέματα πρέπει να αποκρύβονται από το φτωχό λαό. Το μόνο που τους προβληματίζει είναι το κατά πόσον το ελληνικό κράτος θα μπορέσει να διαχειριστεί αποτελεσματικά ένα τέτοιο έργο, υπαινισσόμενοι πως θα ήταν προτιμότερο να μείνει στα χέρια του Ιδρύματος «Στ. Νιάρχος».

  • Από μια πρώτη ματιά στο νόμο που κυρώνει τη σύμβαση ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο (ΕΔ) και το Ίδρυμα αποκαλύπτονται οι ασφυκτικοί όροι με τους οποίους το δεύτερο επιβάλλει τις απαιτήσεις του και ελέγχει την υλοποίησή τους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 29 της σύμβασης, αν αυτή λυθεί για μια σειρά λόγους – ανάμεσά τους και η μη συμμόρφωση με τους κανόνες που επιβάλλει το ΙΣΝ – τότε αυτό δικαιούται να πάρει πίσω όλα τα χρήματα που έχει «δωρίσει» και μάλιστα προσαρμοσμένα ετησίως με βάση το ποσοστό αύξησης του τιμάριθμου και εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών. Μετά την πάροδο της προθεσμίας τρέχουν τόκοι υπερημερίας.
  • Η διατυμπανιζόμενη αποξένωση του Ιδρύματος από το Κέντρο Πολιτισμού μετά από την παράδοση του έργου στο Δημόσιο είναι λόγια του αέρα. Το ΙΣΝ θα είναι τόσο αποξενωμένο ώστε θα διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του να ελέγχει όποτε θέλει τα οικονομικά και τη λειτουργία του Κέντρου Πολιτισμού «Σταύρος Νιάρχος», επεκτείνοντας μάλιστα την παρέμβασή του – μέσω του Κέντρου Πολιτισμού – στη λειτουργία της Λυρικής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, εφόσον προηγουμένως διαπιστώσει ότι οι δύο οργανισμοί πληρούν τους όρους για να εγκατασταθούν σε αυτό. Ανάμεσα στους όρους είναι και η αναπροσαρμογή των κανονισμών λειτουργίας τους σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ιδρύματος. Μάλιστα, στη σύμβαση της δωρεάς υπάρχουν προσαρτημένα σχετικά σχέδια και για τους δύο οργανισμούς, που δεν κατατέθηκαν στη Βουλή.
  • Με βάση τη σύμβαση το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» είναι μια ανώνυμη εταιρεία, η οποία δεν υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στο δημόσιο λογιστικό, στις εθνικές διατάξεις περί εκπόνησης μελετών, παροχής υπηρεσιών, εκτέλεσης έργων και διενέργειας προμηθειών του Δημοσίου και τις διατάξεις για την πρόσληψη προσωπικού στο δημόσιο τομέα και θα λειτουργεί ως φορέας ιδιωτικού δικαίου. Με άλλα λόγια, έχουμε ένα φορέα που ανήκει στο κράτος, ο οποίος όμως είναι πλήρως εκτός κανόνων λειτουργίας του Δημοσίου. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο ιδιωτικός αυτός οργανισμός απολαμβάνει όλα τα προνόμια των κρατικών φορέων – χωρίς τις υποχρεώσεις τους – και ακόμη περισσότερα, αφού απαλλάσσεται από κάθε φορολογική επιβάρυνση, πλην ΦΠΑ. Μάλιστα, αν κάποιος τρίτος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αποφασίσει να κάνει δωρεά προς το ΚΠΙΣΝ, την ΕΛΣ ή την ΕΒΕ, απαλλάσσεται επίσης από κάθε φόρο για τη συγκεκριμένη δωρεά, το ποσόν της δωρεάς αφαιρείται από το εισόδημα του δωρητή και ο δωρητής «απαλλάσσεται από τα τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων» (άρθρο 28).
  • Σαν να μην έφταναν όλα αυτά η ΕΛΣ όσο και η ΕΒΕ θα πληρώνουν για τη χρήση του χώρου και τον εξοπλισμό που θα τους παραχωρηθεί, καθώς και για τη συντήρησή τους. Σε απλά ελληνικά, η ΕΛΣ και η ΕΒΕ θα πληρώνουν νοίκι με ετήσια μάλιστα αναπροσαρμογή του. Μετά την 68η συνάντηση της ειδικής συμβουλευτικής επιτροπής του Ελληνικού Δημοσίου με το Ίδρυμα «Στ. Νιάρχος», που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 12/12/16 και με βάση τα όσα επισήμανε ο πρόεδρος της ΕΛΣ, Αθανάσιος Θεοδωρόπουλος, η ΕΛΣ θα πρέπει να καταβάλει στο ΚΠΙΣΝ για τη χρήση του χώρου το ποσό των 5,6 εκατομμυρίων ευρώ, ποσό που είναι αδύνατο να καλυφθεί από τον προϋπολογισμό του ΥΠΠΟΑ, ο οποίος για το 2017 προβλέπει τη διάθεση μόλις 95,8 εκατομμυρίων για το σύνολο των 60 περίπου εποπτευόμενων από αυτό φορέων. Αντικειμενικά, η ΕΛΣ εξωθείται στην ανάπτυξη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και στην αναζήτηση κεφαλαιούχων «χορηγών» – επενδυτών με τα ανάλογα ανταλλάγματα, που συνήθως δεν είναι μόνο οικονομικά.

Συμβολή στην αποτελεσματικότερη επιχειρηματική λειτουργία δημόσιων οργανισμών

Ειδικότερα στην περίπτωση του Ιδρύματος «Στ. Νιάρχος» εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, ποιο είναι τελικά το όφελος που θα αποκομίσει το ίδιο το Ίδρυμα από αυτήν την ακριβή επένδυση των 617 εκατομμυρίων ευρώ στο Φαληρικό Δέλτα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, καθώς οι ουσιαστικότερες πλευρές του όλου εγχειρήματος δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί. Όσοι ωστόσο έχουν υπόψη τους την κατά καιρούς κρίσιμη ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση ανάλογων «ευαγών ιδρυμάτων» του κεφαλαίου στην κοινωνική ζωή διαφόρων χωρών (με πρώτο το ίδρυμα Φορντ, παράρτημα – βιτρίνα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου με πολιτιστική δράση και στην Ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας) δεν μπορεί παρά να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιου είδους «ευεργεσίες».

Σε ένα πρώτο επίπεδο το Ίδρυμα «Στ. Νιάρχος» έρχεται να εξυπηρετήσει την κατεύθυνση μονοπωλιακών ενώσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, για τοποθέτηση μέρους των κερδών σε κοινωνικούς τομείς του κράτους, όπως ο Πολιτισμός. Η διείσδυση του κεφαλαίου σε δομές και υπηρεσίες του αστικού κράτους με την ανάληψη πρωτοβουλιών άμεσα απ” αυτό, αποτελεί μάλιστα μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να προσαρμοστεί ο κρατικός τομέας στις τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου. Άλλωστε, όλα αυτά τα χρόνια το Ίδρυμα «Στ. Νιάρχος» εκτός από την κατασκευή των νέων εγκαταστάσεων της Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης έχει χρηματοδοτήσει πολλές άλλες μικρότερες ή μεγαλύτερες δράσεις στους τομείς του Πολιτισμού, της Παιδείας, της Υγείας και της Πρόνοιας ασκώντας καθοδηγητικό ρόλο στον αναπροσανατολισμό κρατικών οργανισμών, ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα «επιχειρηματικά», με μικρότερο δηλαδή κόστος και μεγαλύτερα οφέλη για τα γενικότερα ιδεολογικά – πολιτικά κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα. Βασικά στοιχεία αυτής της αναδιάρθρωσης των κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών είναι η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην οργάνωσή τους, η αξιοποίηση νέων τεχνικών προσέλκυσης «πελατών», η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και η εξοικείωση των εργαζομένων σε αυτές με την ελαστική και την «εθελοντική» εργασία, προπαντός όμως η αποτελεσματικότερη συνεισφορά τους στην ιδεολογική χειραγώγηση, στην προσαρμογή και την υποταγή πλατιών λαϊκών στρωμάτων – ειδικά της νεολαίας – στις στρατηγικές προτεραιότητες της αστικής τάξης, μέσα και από τη συγκρότηση κοινωνικών δικτύων.

Κοινωνικές δικτυώσεις με στόχο τη νεολαία που γεννούν πολλά ερωτήματα

Ανάλογους στόχους φαίνεται να υπηρετεί και η ΜΚΟ του Ιδρύματος «Στ. Νιάρχος» Future Library με αντικείμενο την «προώθηση της καινοτομίας, της δημιουργικότητας και της κοινωνικής δικτύωσης». Στο πρόγραμμά της – στο οποίο εντάσσονται 150 διασυνδεδεμένες μεταξύ τους δημόσιες και δημοτικές Βιβλιοθήκες της χώρας, ανάμεσά τους και η Εθνική Βιβλιοθήκη – ορίζεται ως σκοπός της «η ενίσχυση στη συνείδηση των πολιτών της σπουδαιότητας των βιβλιοθηκών ως κέντρων μάθησης, χώρων δημιουργικότητας και αλληλεπίδρασης ιδεών». Ένα ευπρόσδεκτο θα σκεφτεί κανείς εγχείρημα, αφού το δίκτυο των βιβλιοθηκών μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της φιλομάθειας, διευκολύνοντας την πρόσβαση στη γνώση και το βιβλίο ενός ευρύτερου και προπαντός νεανικού κοινού μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή και του διαδικτύου. Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά τα πλεονεκτήματα αφορούν ένα περιορισμένο, με υψηλά μορφωτικά εφόδια αναγνωστικό κοινό.

Για τον πολύ κόσμο οι βιβλιοθήκες μετατρέπονται σε χώρους ανάπτυξης μιας σειράς άλλων δραστηριοτήτων για κάθε ηλικία, φαινομενικά θετικών, που ωστόσο συγκλίνουν στη διαμόρφωση της βολικής για την αστική εξουσία στάσης ζωής και συνείδησης του ημιμαθούς και διά βίου ημιαπασχολούμενου κυνηγού δεξιοτήτων, ενός προσαρμοστικού και αφοσιωμένου στα κάλπικα αστικά ιδεώδη πολίτη, όπως π.χ. οι δράσεις για το περιβάλλον, που καθόλου άσχετες δεν είναι με την προώθηση της πράσινης οικονομίας. Από το όλο πρόγραμμα δε λείπουν οι οργανωμένες συζητήσεις ή τα σεμινάρια προβολής των ιμπεριαλιστικών στρατηγικών επιδιώξεων και προπαγάνδας αστικών ιδεολογημάτων πάνω σε επίμαχα θέματα, όπως το Προσφυγικό, ο πόλεμος, η Ευρωπαϊκή Ενωση κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα αγώνων ρητορικής (debate) για νέους που οργάνωσε η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Ηλιούπολης με θέμα: «Είναι ευθύνη της Δύσης να επιβάλει τις ανθρωπιστικές αξίες της στον υπόλοιπο κόσμο». Στο περίγραμμα αυτό αναπροσαρμόζεται και το αντικείμενο εργασίας των βιβλιοθηκονόμων, που χρησιμοποιούνται πια ως εμψυχωτές και οργανωτές προγραμμάτων, ενώ οι αποτελεσματικότεροι από αυτούς στέλνονται για σεμινάρια στο εξωτερικό. Μια ανάλογη «κοινωνική δικτύωση» στον τομέα της Παιδείας αυτή τη φορά προωθεί και το επίσης χρηματοδοτούμενο από το Ίδρυμα «Στ. Νιάρχος» πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων «Ανοιχτά σχολεία», σύμφωνα με το οποίο ορισμένα σχολεία παραμένουν ανοιχτά τις απογευματινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα με σκοπό να προσελκύσουν με την ανάπτυξη διαφόρων προγραμμάτων τους μαθητές, τους γονείς και τους κατοίκους της γειτονιάς.

Οσα μέχρι εδώ αναφέρθηκαν συνιστούν βέβαια ορισμένες όψεις του ζητήματος, που η εικόνα του δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Πολλά ερωτήματα παραμένουν ακόμη αναπάντητα. Είναι οπωσδήποτε θέμα που προκαλεί ανησυχία για την τύχη του θησαυρού της συγκεντρωμένης στις βιβλιοθήκες μας πνευματικής μας κληρονομιάς, οι σχέσεις που κατά καιρούς αναπτύσσει η ΜΚΟ Future Library με ορισμένους μονοπωλιακούς κολοσσούς στους τομείς της επικοινωνίας και του διαδικτύου που εκδηλώνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας ως πάροχοι ή χρήστες περιεχομένου, όπως η «Google» ή η «Vodafone», αλλά και η σύνδεσή της με το ίδρυμα των ιδιοκτητών της «Microsoft», Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς.

Ίσως ακόμη πιο σοβαρό ζήτημα είναι το ότι μια σειρά ιδιωτικές οργανώσεις, που αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί το Ίδρυμα «Στ. Νιάρχος», συγκροτούν κοινωνικά δίκτυα, κατευθύνουν δραστηριότητες και συζητήσεις, συγκεντρώνουν και οργανώνουν εργατικά, λαϊκά στρώματα με ειδική στόχευση στη νεότερη γενιά τους και όλα αυτά με τη σφραγίδα του αστικού κράτους, στρατολογώντας μάλιστα ειδικευμένους εργαζόμενους σε αυτό. Για το πώς χρησιμοποιούνται σε κρίσιμες πολιτικές φάσεις τα ανθρώπινα αυτά δίκτυα υπάρχει ήδη μια πείρα στη χώρα μας. Δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που το ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ καλούσε τους ακροατές του να εκτονωθούν στο κίνημα των πλατειών.

Όσοι παρ” όλα αυτά εξακολουθούν να μαγεύονται από το θαυμαστό κόσμο του Πάρκου και να θεωρούν το Ίδρυμα «Στ. Νιάρχος» πηγή φωτός και πολιτισμού, ας αναρωτηθούν, γιατί από τις εγκαταστάσεις του ο Ομπάμα απηύθυνε τον ύμνο του για την αστική Δημοκρατία ενάντια στον «ολοκληρωτισμό» και το «σιδηρούν παραπέτασμα», που στο όνομά της και χάρη σ” αυτήν διογκώνονται οι ταξικές ανισότητες και γίνονται τα μεγαλύτερα εγκλήματα και οι ωμότερες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, όπως αυτές που πληθαίνουν στη γύρω μας περιοχή;

Άδεια σε εκπαιδευτικούς λόγω ασθένειας τέκνων, από ΑνΚιν

Πατήστε το παρακάτω αρχείο για να διαβάσετε την εγκύκλιο για τις άδειες στους εκπαιδευτικούς λόγω ασθένειας ανήλικου τέκνου τους.

Αδεια σε εκπαιδευτικούς λόγω ασθένειας τέκνων

 

 

 ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΙΝΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ                                                                         Γιάννης Χαλακατεβάκης

Ποια είναι η ουσία που κρύβεται πίσω από την αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών

Από τα κεντρικά στοιχεία της στρατηγικής της ΕΕ για την Εκπαίδευση και από τις προτεραιότητες, αντίστοιχα, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτές παρουσιάζονται από τον υπουργό Παιδείας, είναι η αξιολόγηση των σχολείων.

 Χρειάζεται εισαγωγικά να σημειώσουμε ότι και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις έγινε προσπάθεια να εισαχθεί ένα σύστημα αξιολόγησης στις σχολικές μονάδες, με επίκεντρο κυρίως τους εκπαιδευτικούς, ωστόσο συνάντησε σοβαρές αντιδράσεις. Σήμερα, η κυβέρνηση από τη μια επιδιώκει τη συναίνεση των υπόλοιπων αστικών κομμάτων στη δημιουργία ενός νέου συστήματος αξιολόγησης, από την άλλη προσπαθεί να ωραιοποιήσει και να απενοχοποιήσει την αξιολόγηση που εκείνη θα φέρει, «κλείνοντας το μάτι» στους εκπαιδευτικούς ότι τάχα η δική της αξιολόγηση δεν θα είναι τιμωρητική, δεν θα είναι σαν τις κακές αξιολογήσεις που προσπάθησαν να επιβάλουν οι προηγούμενοι.

Από την πλευρά της, η ΝΔ κλίνει την αξιολόγηση σε όλες τις πτώσεις και για όλες τις παραμέτρους της Εκπαίδευσης, συνδέοντάς τη με τις έννοιες της αυτονομίας και της αριστείας. Εννοιες που είναι επίσης στο επίκεντρο της στρατηγικής της ΕΕ για την Παιδεία και που επίσης υιοθετούνται από την κυβέρνηση, ανεξάρτητα αν η ΝΔ, για λόγους αντιπολιτευτικού εντυπωσιασμού, κατηγορεί την κυβέρνηση ότι τις έχει εξορίσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πόρισμα του κυβερνητικού διαλόγου από την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής (την εποχή που προέδρευε ο σημερινός υπουργός Παιδείας, Κ. Γαβρόγλου), η αξιολόγηση εντάσσεται στην ενότητα «αυτονομία» της σχολικής μονάδας, η οποία φιγουράρει πρώτη – πρώτη στο πόρισμα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, λοιπόν, έρχεται και το ΠΑΣΟΚ και επαίρεται ότι έχει την «πατρότητα» όλων αυτών των προτάσεων και ότι τόσο η ΝΔ προηγουμένως όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα κάνουν πολιτική με δανεικές προτάσεις… Στην πραγματικότητα, όλοι συμφωνούν στην ουσία, αφού αυτή υπαγορεύεται και από την ΕΕ και από τον ΟΟΣΑ, και ψάχνουν να βρουν διαφοροποιήσεις στα επιμέρους όταν θα εμφανιστεί το σχέδιο.

Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της κυβέρνησης, λοιπόν, το επόμενο διάστημα θα έχουμε μπροστά μας ένα σχέδιο αυτο-αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, με πυρήνα προφανώς τους εκπαιδευτικούς, αλλά και με τη συμμετοχή γονιών, μαθητών και… τοπικής κοινωνίας. Το υπουργείο ισχυρίζεται ότι στόχος αυτής της διαδικασίας θα είναι η ενημέρωσή του για καλές πρακτικές που εφαρμόζονται σε σχολεία και η διάχυσή τους, καθώς και η ενημέρωσή του για ελλείψεις και προβλήματα που υπάρχουν.

Τα επιχειρήματα για την προώθηση της αξιολόγησης

Η αλήθεια είναι ότι η έννοια της αξιολόγησης αποκτά πλέον θετική χροιά για μεγάλο μέρος του κόσμου. Ας δούμε, όμως, τι κρύβεται πίσω από αυτή την εύηχη έννοια.

Από τα βασικά επιχειρήματα που ακούγονται για την προώθηση της αξιολόγησης είναι η «κοινωνική λογοδοσία», ο «έλεγχος της κοινωνίας στο σχολείο». Εδώ, βέβαια, το πρώτο που πρέπει να σκεφτούμε είναι ότι ο έλεγχος σε μια ταξική κοινωνία γίνεται επί της ουσίας από την κυρίαρχη τάξη. Οταν δεν υπάρχει εργατικός σχεδιασμός, δεν μπορεί να υπάρχει και εργατικός έλεγχος. Το κράτος ανήκει στην αστική τάξη, σχεδιάζει με βάση τα γενικά της συμφέροντα και ελέγχει με βάση αυτά.

Ακούγονται, επίσης, ως επιχειρήματα ότι «η αξιολόγηση θα ενισχύσει την ανατροφοδότηση μεταξύ σχολείων, εκπαιδευτικών», «την ευαισθησία του εκπαιδευτικού απέναντι στην κοινωνία, στους γονείς, στους μαθητές» κ.τ.λ. Δουλεύεται ακόμη το επιχείρημα, το οποίο βρίσκει και έδαφος κύρια σε νέους εκπαιδευτικούς, ότι η αξιολόγηση θα βοηθήσει «να προωθηθούν οι καλοί εκπαιδευτικοί», «οι εκπαιδευτικοί με προσόντα», «οι εκπαιδευτικοί που πέρασαν στην εκπαίδευση με την αξία τους». Ειδικά οι νέοι εκπαιδευτικοί, που έχουν κατά βάση περισσότερα τυπικά προσόντα (σεμινάρια, πιστοποιήσεις κ.τ.λ.), αλλά κυρίως έχουν αφομοιώσει τη στρατηγική των αναδιαρθρώσεων από το πρόγραμμα σπουδών στο πανεπιστήμιο και πιέζονται μισθολογικά ή βρίσκονται μακριά από τον τόπο κατοικίας τους, αποδέχονται την αξιολόγηση ως δρόμο ατομικής διεξόδου.

Υποστηρίζεται ακόμα η άποψη: «Είναι κακό σε επίπεδο σχολικής μονάδας ο μαθητής να κρίνει τον καθηγητή του;». Στους μαθητές, αλλά και τους φοιτητές, που περνούν τόσα χρόνια στο ελληνικό σχολείο, κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται απόλυτα σωστό, επιρρίπτοντας την ευθύνη στον καθηγητή για το αποστεωμένο, άχαρο μάθημα. Θα δείξουμε παρακάτω ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, στο σημείο αυτό όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι από ένα τέτοιο φαινομενικά αθώο ερώτημα, εύκολα μπορεί να ακολουθήσουν και άλλα, όπως «είναι κακό να φύγουν από τα σχολεία οι ανίκανοι, οι τεμπέληδες, όσοι δεν κάνουν;»…

Η αξιολόγηση σε μια ταξική κοινωνία

Η αξιολόγηση είναι κεντρικό ζήτημα γιατί επί της ουσίας θέτει το ζήτημα «εκπαίδευση από ποιον για ποιον και με τι στόχο και κριτήρια».

Καταρχήν, πρέπει να σημειώσουμε ότι αξιολόγηση υπάρχει ήδη, οι εκπαιδευτικοί αξιολογούνται ως δημόσιοι υπάλληλοι, όχι όμως το ίδιο το έργο τους και τα αποτελέσματά του. Το βασικό ζήτημα στις νέες προσπάθειες για αξιολόγηση στα σχολεία είναι ο πιο στενός έλεγχος του περιεχομένου του εκπαιδευτικού έργου, τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των σχολείων. Τα κριτήρια που κατά καιρούς έχουν παρουσιαστεί ως τα πιο σημαντικά και κρίσιμα για την αξιολόγηση είναι τα «μαθησιακά αποτελέσματα». Δηλαδή, θα μετριέται το πόσο καλά τα πηγαίνουν οι μαθητές και αυτό υποτίθεται θα εκφράζει το πόσο καλά τα πάει ένα σχολείο ή πόσο καλά κάνει τη δουλειά του ο εκπαιδευτικός. Τα μαθησιακά αποτελέσματα, όμως, σε μια ταξική κοινωνία και ειδικά σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης ακόμα πιο έντονα, εκφράζουν τις διαφορετικές, άνισες αφετηρίες από τις οποίες ξεκινά κάθε παιδί.

Αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από τη διεθνή πείρα, από κράτη όπου η αξιολόγηση συνδέθηκε και συνδέεται με τις επιδόσεις των μαθητών.

Σαν αποτέλεσμα της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας με βάση την επίδοση των μαθητών, έρχεται κι η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Ετσι, στη Μ. Βρετανία αναγνωρίζεται το δικαίωμα των σχολείων, ουσιαστικά των «καλών» σχολείων, να διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές 12 χρόνων ποια μαθήματα θέλουν να παρακολουθήσουν στο Γυμνάσιο και ποια όχι (το κριτήριο με το οποίο θα γίνονται οι επιλογές είναι δεδομένο: Η καλύτερη προετοιμασία για τις εξετάσεις).

Στις ΗΠΑ διοικήσεις σχολείων προτείνουν την περικοπή ωρών «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Στη Νέα Υόρκη, πενήντα δάσκαλοι και διευθυντές σχολείων κατηγορήθηκαν ότι παρότρυναν τους μαθητές τους να αντιγράψουν για να βαθμολογηθούν καλά τα σχολεία τους. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική καταγωγή, η τσέπη των γονιών που καθορίζει ακόμα πιο έντονα τη μαθησιακή πορεία των παιδιών.

Για την ευθύνη των εκπαιδευτικών

Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να θέσει το ερώτημα: Δηλαδή οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν ευθύνη για όσα διδάσκονται οι μαθητές και κατ” επέκταση για τα μαθησιακά αποτελέσματα στα σχολεία; Προφανώς υπάρχει και η ατομική ευθύνη του κάθε εκπαιδευτικού. Ομως, δεν είναι επιλογή του εκπαιδευτικού τα άθλια σχολικά βιβλία, δεν καθορίζει ο εκπαιδευτικός το τι διδάσκεται στα πανεπιστήμια (άρα το τι εκπαίδευση παίρνει ο ίδιος) και στα σχολεία. Κυρίως, δεν είναι δική του ευθύνη η διαφορετική, άνιση αφετηρία από την οποία ξεκινάνε οι μαθητές. Και ας αναρωτηθούμε: Είναι το ίδιο πράγμα ένα παιδί να μεγαλώνει μέσα στα βιβλία και ένα άλλο να έχει κομμένο το ρεύμα στο σπίτι του; Είναι το ίδιο ένα παιδί να ετοιμάζεται για Πανελλαδικές και ένα άλλο να ψάχνει για δουλειά από τα 16 του χρόνια;

Γενικεύοντας, το πιο κύριο είναι το εξής: Δεν καθορίζει η αξιολόγηση το τι εκπαιδευτικό σύστημα έχεις, αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα και η κοινωνία καθορίζουν το τι αξιολόγηση θα πάρεις.

Στις σημερινές συνθήκες, φιλολαϊκά μπορεί να κριθεί μόνο ο εκπαιδευτικός που λειτουργεί κόντρα στον εργοδότη του (είτε κράτος, είτε ιδιώτη) και που ξεμπλοκάρει τη βασική του λειτουργία, την εκπαιδευτική, από τις απαιτήσεις του με όρους θετικής, έμπρακτης απειθαρχίας μέσα στην τάξη, στο περιεχόμενο του μαθήματος, στο αντιδραστικό περιεχόμενο των βιβλίων, ο εκπαιδευτικός που γίνεται θετικό παράδειγμα για παιδιά και γονείς, που στέκεται δίπλα στους αγώνες και τα προβλήματά τους και όχι απέναντί τους ή κλεισμένος στον κόσμο του, στο όνομα μιας δήθεν ουδετερότητας, σε ένα ταξικό σχολείο με ξεκάθαρους στόχους…

Για την Έκθεση της ΕΕ «Σχετικά με μια συνεκτική πολιτική της ΕΕ για τους κλάδους του Πολιτισμού και της δημιουργικότητας»

Το ενδιαφέρον της ΕΕ για τον Πολιτισμό σχετίζεται πρωταρχικά με την ιδεολογική λειτουργία του – την ιδιότητά του να συμβάλει στην καλλιέργεια των κυρίαρχων αστικών αξιών, να αξιοποιείται για την αντικομμουνιστική προπαγάνδα, να διαμορφώνει πεποιθήσεις, συνήθειες, προτιμήσεις, γούστο, στάσεις και συμπεριφορές βολικές για το κυρίαρχο σύστημα, να προωθεί την κοσμοπολίτικη αντίληψη για το κοινό δήθεν «ευρωπαϊκό σπίτι», σε περιόδους που μεγαλώνει μάλιστα η αμφισβήτησή του από πλατιά λαϊκά στρώματα – αφού ο Πολιτισμός έχει μικρή συγκριτικά με άλλους κλάδους συμμετοχή στην καπιταλιστική οικονομία. Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, ειδικά μπροστά στις δυσκολίες ανάκαμψης της κερδοφορίας στην ευρωπαϊκή οικονομία και του οξυμένου ανταγωνισμού της για την κατάκτηση της ψηφιακής αγοράς και την αύξηση της παραγωγικότητας, με την ανάπτυξη της καινοτομίας και την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, ενισχύεται και το οικονομικό ενδιαφέρον για τον τομέα του Πολιτισμού. Ο λόγος για το αυξημένο αυτό ενδιαφέρον βρίσκεται σε ορισμένα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου δυναμικού του, καθιστώντας το πιο ευάλωτο στην απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας.

 

Πατούν πάνω στις τσακισμένες εργασιακές σχέσεις των νέων καλλιτεχνών

Ειδικότερα, όπως επιβεβαιώνεται και από την Έκθεση, ο τομέας αυτός απασχολεί ένα μεγάλο αριθμό νέων ανθρώπων με υψηλή ειδίκευση, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς κινητικότητας και ολοσχερούς επικράτησης της εργασιακής ανασφάλειας και μισοανεργίας, αφού οι προσλήψεις γίνονται στη βάση ατομικών συμφωνιών, με συμβάσεις έργου, δελτίο παροχής υπηρεσιών και άλλες μορφές εργασιακής εξαθλίωσης. Πολύ συχνή είναι, βέβαια, και η ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία με χαμηλότατη αμοιβή, η ανάληψη από τους ίδιους τους εργαζόμενους των εξόδων εκπαίδευσης και επιμόρφωσής τους, των επιδομάτων αδείας κ.λπ.

Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση των εργαζομένων στην αποκαλούμενη «δημιουργική βιομηχανία», τις πολύ μικρές και ατομικές δηλαδή επιχειρήσεις ή τα διάφορα εταιρικά σχήματα που συστήνουν οι καλλιτέχνες ως αυτοαπασχολούμενοι (μικρές θεατρικές ομάδες, μουσικά γκρουπ, ΚοινΣΕπ κ.λπ.), σηκώνοντας όλο το οικονομικό βάρος και το ρίσκο της παραγωγής τους, ενώ στη συνέχεια καταβάλλουν ενοίκιο και ποσοστά στους ιδιοκτήτες αιθουσών για να την προβάλουν. Ολα αυτά με την ελπίδα ότι ίσως κάποτε, κάποιος μονοπωλιακός όμιλος θα μυριστεί κέρδη από μια «καινοτόμα» παραγωγή τους και θα την αγοράσει. Στην πράξη, οι περισσότεροι καλλιτέχνες που συγκροτούν τέτοιου είδους σχήματα, δεν καταφέρνουν να βγάλουν τα έξοδά τους, όχι μόνο δεν πληρώνονται για την εργασία τους, αλλά πληρώνουν κι από πάνω.

Με άλλα λόγια, στον Πολιτισμό υπάρχει φτηνό, ευέλικτο και συχνά υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό χωρίς απαιτήσεις, με αυξημένες τις επιζητούμενες για την άνοδο της παραγωγικότητας δημιουργικές ικανότητες, όπως εφευρετικότητα, φαντασία, έμπνευση, αλλά και γνώσεις στην ψηφιακή τεχνολογία, πρόσφορο για να υποστεί μεγαλύτερο βαθμό εκμετάλλευσης. Το δυναμικό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί αποδοτικά από το κεφάλαιο, όχι τόσο για την καθαυτή καλλιτεχνική παραγωγή, όσο κυρίως για τις ικανότητες που διαθέτει στην παραγωγή καινοτομίας, δηλαδή πρωτότυπων ιδεών και φθηνότερων μεθόδων για την παραγωγή, διανομή, διαφήμιση και διάδοση σε διευρυμένο κοινό προϊόντων και υπηρεσιών, διόγκωση με λίγα λόγια των κερδών και αύξηση της πελατείας των πολιτιστικών επιχειρήσεων, αλλά και επιχειρήσεων σε άλλους κλάδους (συνολικότερα στην ψηφιακή αγορά, στον τουρισμό, τη μεταποίηση, το εμπόριο). Οι ικανότητες των νέων καλλιτεχνών – δημιουργών να παράγουν καινοτόμα προϊόντα χρήσιμα σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας και να εφευρίσκουν τρόπους αποδοτικότερης αξιοποίησης από το κεφάλαιο των νέων τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας, συμβάλλοντας στην ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του, αποτελούν τη βασική αιτία που η έκθεση για τον τομέα του Πολιτισμού προσυπογράφεται για πρώτη φόρα και από τις δύο επιτροπές Πολιτισμού και Βιομηχανίας.

Ποντάρουν στο επιχειρηματικό πνεύμα αποσκοπώντας στην ενσωμάτωση και την ιδεολογική χειραγώγηση

Είναι, βέβαια, ολοφάνερο ότι ελάχιστοι θα είναι εκείνοι οι νέοι καλλιτέχνες που θα ευνοηθούν τελικά από αυτή την κατεύθυνση, επινοώντας καινοτόμα προϊόντα που θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον των επιχειρηματικών ομίλων. Για τη μάζα των καλλιτεχνών, η εξώθησή τους στην αναζήτηση καινοτομίας συνιστά μια ανέξοδη λύση συγκάλυψης της ανεργίας, που ειδικά στους νέους και τις γυναίκες γνωρίζει υψηλότατα ποσοστά, εξασφαλίζοντας την αποκαλούμενη «κοινωνική συνοχή». Και αυτό γιατί η εργασία για τον καλλιτέχνη, η καλλιτεχνική πράξη, ταυτίζεται με ολόκληρη την υπόστασή του. Ο καλλιτέχνης ασκεί αυτή την πράξη ακόμη και δίχως αμοιβή, ακόμη και πληρώνοντας από την τσέπη του, μόνο και μόνο για να υπάρξει ως καλλιτέχνης. Και αυτή ακριβώς την ανάγκη του έρχεται να εκμεταλλευτεί ξεδιάντροπα η σημερινή βάρβαρη καπιταλιστική πραγματικότητα της ΕΕ, επιδιώκοντας μάλιστα την ποσοτική αύξηση των νέων ανθρώπων και των γυναικών που θα στραφούν σε δραστηριότητες σχετικές με τις τέχνες και τον Πολιτισμό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κεφάλαιο της Εκθεσης «Συνθήκες εργασίας στον τομέα του Πολιτισμού και της δημιουργικότητας» διαπιστώνεται με ικανοποίηση το γεγονός ότι η άτυπη απασχόληση των εργαζομένων στον τομέα του Πολιτισμού αποτελεί κοινό τόπο. Οχι μόνο δεν προτείνεται η βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους, αλλά αντίθετα τονίζεται η ανάγκη αύξησης της κινητικότητάς τους, ώστε να μπορεί το κεφάλαιο να βρίσκει ευκολότερα αυτή την πάμφθηνη και αποτελεσματική εργατική δύναμη, όποτε και όπου τη χρειαστεί.

Για να αποδώσει, όμως, τα μέγιστα στους επιδιωκόμενους στόχους αυτό το δυναμικό, χρειάζεται η κατάλληλη διοχέτευση της δημιουργικότητάς του σε προϊόντα και υπηρεσίες που αποφέρουν κέρδος, χρειάζεται να διαθέτει δηλαδή επιχειρηματικό πνεύμα, μια διατομεακή δεξιότητα που παρουσιάζει έλλειψη στους αποφοίτους του κλάδου του Πολιτισμού και των τεχνών, όπως διαπιστώνεται στο κεφάλαιο «Εκπαίδευση, δεξιότητες, κατάρτιση» της Εκθεσης. Συνολικότερα, το κεφάλαιο αυτό είναι προσανατολισμένο σε μέτρα για την απόκτηση δεξιοτήτων επιχειρηματικότητας, δημιουργικότητας και καινοτομίας μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα, δια βίου μάθηση, μαθητεία, εκπαιδευτική και εργασιακή κινητικότητα (Erasmοus), εξοικείωση των σπουδαστών στις καλλιτεχνικές σχολές με τους τομείς της τεχνολογίας, της μηχανικής και των θετικών επιστημών, που αφορούν τους λοιπούς κλάδους της παραγωγής στους οποίους προτείνεται να αξιοποιηθούν τα προσόντα τους. Στην ουσία, όλα αυτά τα μέτρα για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και της δημιουργικότητας περισσότερο αποσκοπούν στην ενσωμάτωση και την ιδεολογική χειραγώγηση των νέων ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, τα θεμέλια για την ουσιαστική ανάπτυξη δημιουργικού πνεύματος μπαίνουν στη γενική εκπαίδευση, η οποία υφίσταται ολοένα και μεγαλύτερη απαξίωση για τη μεγάλη μάζα των κοινωνικά αδύναμων μαθητών, σε όφελος των αποσπασματικών προγραμμάτων ανάπτυξης δεξιοτήτων και τη μαθητεία. Ετσι, αρκετά λιγότεροι είναι στην πράξη εκείνοι οι νέοι που αναπτύσσουν ουσιαστικές δημιουργικές ικανότητες και συνήθως προέρχονται από τα ανώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Όταν μιλούν για το δικαίωμα του δημιουργού…

Οι συχνές αναφορές, τόσο στο κείμενο της Έκθεσης, όσο και στα συνοδευτικά της, στην ανάγκη προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού, στην πραγματικότητα δεν αφορούν τα πνευματικά δικαιώματα των καλλιτεχνών – δημιουργών, αλλά την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας των εταιρειών που θα εκμεταλλευτούν το προϊόν της εργασίας τους, τους κατόχους δηλαδή του πνευματικού δικαιώματος.

Αυτό, άλλωστε, το συμπέρασμα προκύπτει και από την Οδηγία 2014/26/ΕΕ, που αφορά τα μουσικά έργα, το πνεύμα της οποίας πρόκειται με αντίστοιχο τρόπο να γενικευτεί και στα άλλα είδη τέχνης. Και αυτό γιατί στο ήδη ενσωματωμένο δίκαιο της ΕΕ στην ελληνική νομοθεσία, προβλέπεται ότι το περιουσιακό δικαίωμα των με εξαρτημένη σχέση εργασίας δημιουργών μπορεί να μεταβιβαστεί στην εταιρεία παραγωγής και πέραν από το κομμάτι εκείνο που αυτοδικαίως αποκτά η εταιρεία με την υπογραφή της σύμβασης. Ενώ λοιπόν η διάταξη φαίνεται να έχει στο επίκεντρό της τους δημιουργούς συνολικά, στην ουσία βοηθάει τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής στις οποίες έχουν μεταβιβαστεί τα περιουσιακά δικαιώματα των εξαρτημένων από αυτές δημιουργών και οι οποίες παίρνουν τη μερίδα του λέοντος από αυτά. Αντίστοιχα ισχύουν και για τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών. Πίσω από αυτές τις διατυπώσεις βρίσκεται στην πραγματικότητα η θέση που παίρνει η ΕΕ υπέρ των εταιρειών παραγωγής καλλιτεχνικού έργου στα αντιτιθέμενα συμφέροντά τους με τους παρόχους περιεχομένου στο διαδίκτυο.

Αλλωστε, με την ίδια Οδηγία οι δημιουργοί και ερμηνευτές παύουν πλέον να ορίζουν το έργο τους και να ελέγχουν συλλογικά τον τρόπο διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων τους, αφού τη διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων αναλαμβάνουν κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, που θα λειτουργούν ανταγωνιστικά σε όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ στις οποίες κάθε καλλιτέχνης προσέρχεται ατομικά, με βάση την καλλιτεχνική καταξίωση και εμβέλειά του στο εμπορευματοποιημένο πολιτιστικό περιβάλλον.

Επιδιώκουν στενότερη πρόσδεση με το κεφάλαιο

Στο κεφάλαιο «Χρηματοδότηση», οι εκκλήσεις προς τα κράτη – μέλη να διαθέτουν επαρκές μέρος των προϋπολογισμών τους για τη δημόσια χρηματοδότηση του Πολιτισμού, ηχούν σαν κακόγουστο αστείο, αφού η κρατική χρηματοδότηση του Πολιτισμού τείνει να μηδενιστεί στη χώρα μας και όχι μόνο, όπως η ίδια η Έκθεση αμέσως παρακάτω ομολογεί. Στην ουσία, παροτρύνει τα κράτη – μέλη να αυξήσουν τα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις στον Πολιτισμό και επαναλαμβάνει παλιότερες προτάσεις για να αρθεί η επιφυλακτικότητα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων να επενδύσουν στον κλάδο λόγω του υψηλού κινδύνου που ενέχει η καλλιτεχνική παραγωγή. Ταυτόχρονα, προκρίνονται ως σταθερό εργαλείο χρηματοδότησης οι διάφορες μορφές πληθοχρηματοδότησης και συμμετοχικών επενδύσεων, ώστε να διαμοιράζεται ο κίνδυνος, όπως γίνεται και σε άλλους τομείς υψηλού ρίσκου, της ιατρικής έρευνας για παράδειγμα.

Επιβεβαιώνεται έτσι, για άλλη μια φορά, ότι η πολιτιστική δραστηριότητα θα συνεχίζεται μέσα από τη στενότερη πρόσδεση και έλεγχό της από το κεφάλαιο, την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης στο κατώτερο δυνατό επίπεδο, την παρεμβολή μεγαλύτερων οικονομικών εμποδίων για την πρόσβαση των λαϊκών στρωμάτων σε αυτή, όπως το απλησίαστο κόστος των εισιτηρίων στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία. Οι συνέπειες της αντιμετώπισης του Πολιτισμού ως εμπόρευμα εκδηλώνονται ήδη με την απαξίωση, ακόμη και την καταστροφή σημαντικών, αλλά μη κερδοφόρων πεδίων του και με την αυξανόμενη χειραγώγηση της τέχνης και των καλλιτεχνών από την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική.

Αντιμετωπίζουν με χυδαίο εμπορικό και επιχειρηματικό πνεύμα τον Πολιτισμό και τους ανθρώπους του

Συνοψίζοντας, η Έκθεση «Σχετικά με μια συνεκτική πολιτική της ΕΕ για τους κλάδους του Πολιτισμού και της δημιουργικότητας» σε καμία περίπτωση δεν έρχεται να αντιμετωπίσει τη σύγχρονη ανάγκη για πολιτιστική παραγωγή που θα πλουτίζει τον πνευματικό κόσμο των ανθρώπων και θα ανοίγει τους ορίζοντες της σκέψης τους, ούτε βέβαια να επιλύσει τα οξυμένα προβλήματα των καλλιτεχνών – δημιουργών, που στην πλειονότητά τους δέχονται μια ανελέητη επίθεση στα εργασιακά και πνευματικά τους δικαιώματα.

Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι μέσα στον κλάδο εντάσσονται καθαρά εμπορικοί τομείς, με ελάχιστη έως καθόλου σχέση προς την πολιτιστική δημιουργία, όπως η μόδα, τα προϊόντα πολυτελείας και η διαφήμιση.

Πρόκειται για μια Εκθεση που αντιμετωπίζει με χυδαίο εμπορικό και επιχειρηματικό πνεύμα τον Πολιτισμό και τους ανθρώπους του, με σκοπούς: 1. Να αρμέξει από αυτούς όλη την ικμάδα της σκέψης, του ταλέντου, της ευφυίας τους, για να αυξήσει την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων και 2. Να στερήσει από τη μεγάλη μάζα τους το μοναδικό όπλο τους να αντιπαλέψουν αυτή την πολιτική μέσα από την οργάνωση της πάλης τους, καλλιεργώντας τους ψευδαισθήσεις για ευκαιρίες οικονομικής και καλλιτεχνικής καταξίωσης του έργου τους.

Το καταψηφίζουμε, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι η μόνη λύση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα κάθε καλλιτέχνη – δημιουργού, η μόνη λύση που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες για πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη είναι η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και διάδοσης της τέχνης κάθε είδους, για να μπορεί ο δημιουργός να είναι πραγματικός ιδιοκτήτης της σκέψης, του συναισθήματος, του ταλέντου του και τελικά της τέχνης του. Η ανάπτυξη της δημιουργικότητας στην εργασία δεν έχει ανάγκη από εκθέσεις και σχεδιαγράμματα συντονισμών, αλλά από την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, των ξεπερασμένων εκμεταλλευτικών σχέσεων ιδιοκτησίας, που εμποδίζουν την κύρια παραγωγική δύναμη, τον άνθρωπο, να κατακτήσει, να αναπτύξει και να εκφράσει τις πιο πολύτιμες και εξελιγμένες διανοητικές και ψυχικές ικανότητές του, τέτοιες όπως η επινοητικότητα και η δημιουργικότητα στην εργασία.

Τα ΒΙΒΛΙΑ της δανειστικής μας βιβλιοθήκης

Οι τίτλοι όλων των βιβλίων που έχει αποκτήσει η Δανειστικής μας βιβλιοθήκη είναι καταχωρημένοι στο παρακάτω αρχείο. Πατήστε το για να τους δείτε.

Δανεισμός Βιβλίων – ΟΛΑ – Μόνο οι τίτλοι

Τα περισσότερα από αυτά είναι από δωρεές συναδέλφων αλλά εξίσου αρκετά είναι και από μια παλιότερη προσπάθεια στον σύλλογο να φτιαχτεί βιβλιοθήκη.

 

 ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΙΝΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ                                                                         Γιάννης Χαλακατεβάκης