Η διαλεκτική – υλιστική προσέγγιση των Φυσικών Επιστημών και η αντιμετώπιση των θρησκευτικών προκαταλήψεων

Πολλά γράφτηκαν και ακούστηκαν για το ζήτημα των Θρησκευτικών στα σχολεία. Το όλο θέμα παρουσιάστηκε ως σύγκρουση ανάμεσα σε ένα «προοδευτικό» τμήμα της κοινωνίας που εκφραζόταν μέσα από ένα κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, του Ποταμιού αλλά και φιλελεύθερων διανοητών και το «συντηρητικό» κομμάτι που εκφράζεται μέσα από την ηγεσία της Εκκλησίας, τμήμα της ΝΔ και τους ΑΝΕΛ.

 

Το ερώτημα είναι: Οι αλλαγές στο μάθημα που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υλοποιώντας επεξεργασίες επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, διαμορφώνουν επιστημονικό κριτήριο προσέγγισης της θρησκείας; Ακόμα παραπέρα, η κατεύθυνση και το περιεχόμενο της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών συμβάλλουν, όπως γίνεται σήμερα, σε μια πιο ολοκληρωμένη επιστημονική εικόνα του κόσμου;

Στην προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει τον κόσμο…

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ποια είναι η αιτία της αναζήτησης από τον άνθρωπο της «αλήθειας» έξω από τον πραγματικό κόσμο στον οποίο ζει και πώς αυτή η ανάγκη ξεπερνιέται ιστορικά;

Η θρησκευτική προσέγγιση της πραγματικότητας πήγαζε από την ανάγκη του ανθρώπου να αποδώσει σε κάτι εξωκοσμικό, θείο, ανώτερο από αυτόν, φαινόμενα από την καθημερινή του ζωή που δε μπορούσε να τα εξηγήσει, τον φόβιζαν, χειροτέρευαν τους όρους διαβίωσής του. Μία ανώτερη ιδέα, δηλαδή, που δημιουργεί τον κόσμο, καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των φαινομένων, υποτάσσει τη φύση και τον άνθρωπο μαζί στα θέλω της. Αυτή η φιλοσοφική τάση που αναγνωρίζει ως πρώτο την Ιδέα και ως δημιούργημά της την πραγματικότητα που ζούμε, καθιερώθηκε στη φιλοσοφία ως ιδεαλισμός1. Ο άνθρωπος, προκειμένου να ξεπεράσει τις φοβίες και τις προκαταλήψεις, έκανε τεράστιες προσπάθειες να εξηγήσει την αντικειμενική πραγματικότητα, να ανακαλύψει τις σχέσεις μεταξύ των φαινομένων, να βαθύνει στην ουσία τους, να εξηγήσει το τι πραγματικά συμβαίνει στην καθημερινότητά του.

Η οργανωμένη αυτή δραστηριότητα οδήγησε αρχικά στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και, στη συνέχεια, όσο αυτή βάθαινε και γινόταν πιο ειδική, στο διαχωρισμό των Φυσικών Επιστημών από την αρχική φιλοσοφική τους μήτρα. Η Φυσική, η Χημεία, η Βιολογία διαχρονικά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο ώστε ο άνθρωπος να νικήσει το άγνωστο, που του καλλιεργούσε το φόβο, τις θρησκευτικές προκαταλήψεις, τις δεισιδαιμονίες και ήταν βασικός παράγοντας της απελευθέρωσής του. Σε περιόδους ανάπτυξης του κάθε κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού η προοδευτική για κάθε εποχή κοινωνική τάξη προσπαθούσε να ενσωματώσει τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις τόσο στην παραγωγή όσο και στο επίπεδο της ιδεολογικής της κυριαρχίας, ακόμα κι αν χρειαζόταν να διαστρεβλώσει και το ίδιο το περιεχόμενό τους. Σε περιόδους σήψης, όμως, η αντιπαράθεση έπαιρνε πιο βίαια χαρακτηριστικά, χιλιάδες επιστήμονες διώχθηκαν, επιστημονικές ανακαλύψεις έμειναν στα αζήτητα, εκατομμύρια φιλοσοφικά και επιστημονικά συγγράμματα κάηκαν στην πυρά, προεξάρχουσας της πιο οργανωμένης και απολυταρχικής δομής αυτής της εξουσίας διαχρονικά, της Ιεράς Εξέτασης. Το παράδειγμα του Giordano Bruno, που κάηκε στην πυρά, ή του Galileo Galilei, που αναγκάστηκε να υποχωρήσει από τα επιστημονικά του «πιστεύω» ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης, είναι χαρακτηριστικά.

Ο ρόλος των Φυσικών Επιστημών

Στη φάση ανόδου του καπιταλισμού (από τις αρχές του 18ου μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα), η ανάγκη της αστικής τάξης να αναπτύξει ορμητικά τα μέσα παραγωγής στην πρώτη φάση του, οδήγησε σε μία πραγματική επανάσταση της επιστημονικής έρευνας, στη ραγδαία πρόοδο των Φυσικών Επιστημών. Η ενσωμάτωση των επιστημονικών ανακαλύψεων στην παραγωγή οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη τα μέσα παραγωγής, που με τη σειρά τους και πάλι ανατροφοδότησαν την απογείωση των επιστημονικών ανακαλύψεων.

Σε αυτήν την περίοδο δόθηκε η δυνατότητα στον άνθρωπο να εξηγήσει με μεγαλύτερη πληρότητα τον πραγματικό κόσμο, τις αιτιακές σχέσεις μεταξύ των φαινομένων, να αναζητήσει στην ίδια την πραγματικότητα την ουσία των φαινομένων και όχι σε μία εξωκοσμική δύναμη όπως ο Θεός. Η πρόοδος των Φυσικών Επιστημών σε συνδυασμό με την επαναστατικοποίηση της ανερχόμενης δύναμης της κοινωνίας, της εργατικής τάξης, έπαιξαν ρόλο ώστε να αναπτυχθεί το πιο σύγχρονο φιλοσοφικό σύστημα, ο διαλεκτικός υλισμός2. Η αντικειμενική πραγματικότητα, η ύλη αποτελεί το πρώτο, το κύριο και ο άνθρωπος προσπαθεί διαρκώς να την εξηγήσει.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα ο καπιταλισμός αναγκαστικά γενικεύει την Εκπαίδευση, σιγά σιγά όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν πρόσβαση στις Φυσικές Επιστήμες, δημιουργείται αντικειμενικό έδαφος ώστε να ερμηνεύουν τον κόσμο, έξω από προκαταλήψεις. Συγκρούονται με παγιωμένες αντιλήψεις, μύθους, θρησκευτικά πιστεύω για τη δημιουργία του κόσμου, την ύπαρξη του ανθρώπου, τη ζωή και το θάνατο, την κοινωνική εξέλιξη.

Σίγουρα, οι μεγάλες ανακαλύψεις των Φυσικών Επιστημών δε δημιουργούν από μόνες τους τη δυνατότητα στον άνθρωπο να απαλλαχθεί από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις. Καθοριστικό ρόλο παίζει η φιλοσοφική αφετηρία απ” την οποία ξεκινά κάποιος για να τις προσεγγίσει. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που τεράστιοι επιστήμονες οδηγήθηκαν σε λαθεμένα συμπεράσματα κατά τη διαδικασία της επιστημονικής αφαίρεσης, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ιδεαλιστή φυσικού Heisenberg, που μπροστά στην αντικειμενική πειραματική αδυναμία του να προσδιορίσει με ακρίβεια τη θέση και την ορμή ενός ηλεκτρονίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατον ή, ακόμα χειρότερα, ότι τέτοιο ηλεκτρόνιο δεν υπάρχει. Αλλά και η Εκκλησία ως οργανωμένος ιδεαλιστικός φορέας κάνει σοβαρές προσπάθειες να αξιοποιήσει τις Φυσικές Επιστήμες για να στηρίξει τη δικιά της ιδεολογία (big bang, θεωρίες για το σωματίδιο του Θεού). Η ουσία λοιπόν της αντιπαράθεσης βρίσκεται ανάμεσα στα δύο φιλοσοφικά ρεύματα (τον υλισμό και τον ιδεαλισμό).

Τι αποτυπώνεται στα εκπαιδευτικά συστήματα

Ας δούμε, όμως, πώς στέκονται απέναντι στην ουσία αυτής της αντιπαράθεσης τα εκπαιδευτικά συστήματα τόσο στη χώρα μας όσο και στην ΕΕ. Τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς, είναι σαφώς καθορισμένα από την ιδεολογική επιρροή του κονστρουκτιβισμού3. Σύμφωνα με αυτόν, η επιστημονική γνώση είναι απόλυτα σχετική, γι” αυτό δεν έχει κανένα νόημα να διδαχθεί στους μαθητές, αλλά πρέπει να μετατραπεί σε διδάξιμη ύλη. Ο μαθητής, με βάση την προϋπάρχουσα γνώση του, οικοδομεί βιώσιμες εξηγήσεις, βιώσιμα μοντέλα που να ικανοποιούν την εμπειρία του. Με λίγα λόγια, ο μαθητής φτιάχνει το δικό του σχετικό κόσμο (world making), χωρίς ο δάσκαλος να ασχολείται με το κατά πόσον αυτός αντανακλά και τον πραγματικό4. Η απολυτοποίηση, έτσι, του σχετικού χαρακτήρα της αλήθειας οδηγεί στον υποκειμενικό ιδεαλισμό5. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών.

Οι τελευταίες αλλαγές που προώθησε η κυβέρνηση εντείνουν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα. Στην ουσία, περιορίζει δραματικά τη δυνατότητα εκτέλεσης εργαστηριακών ασκήσεων, αφού κατάργησε τις τρεις ώρες που έπρεπε να αφιερώνουν οι υπεύθυνοι εργαστηρίων σε κάθε σχολική μονάδα για τη στοιχειώδη λειτουργία τους, μετά τη Χημεία μετέτρεψε και τη Βιολογία σε μονόωρο μάθημα στο Γυμνάσιο και προχωρά σε σημαντικές περικοπές στην ύλη των Φυσικών Επιστημών. Η πιο ακραία έκφραση αυτής της κατεύθυνσης είναι η συζήτηση που έχει ανοίξει για την κατάργηση των διακριτών μαθημάτων των Φυσικών Επιστημών στο Γυμνάσιο, όπως ήδη έχει γίνει σε πολλές χώρες της ΕΕ6. Ο μαθητής λοιπόν διδάσκεται Φυσικές Επιστήμες μακριά από την αντικειμενικότητα της επιστημονικής αλήθειας, από την πράξη που αποτελεί την αφόρμηση της επιστημονικής έρευνας όσο και κριτήριο αληθείας. Επιστημονικές ανακαλύψεις και θεωρίες που αποδεικνύουν την υλικότητα του κόσμου αφαιρούνται από την ύλη ή εντάσσονται στο αναλυτικό πρόγραμμα με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μπορούν πρακτικά να διδαχτούν.

Για παράδειγμα, η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, που αποτελεί φάρο στην προσπάθεια του ανθρώπου να απαντήσει στις ιδεαλιστικές θεωρίες για τη «δημιουργία» του κόσμου και την εξέλιξη των ειδών, αντικείμενο με το οποίο όλες οι θρησκείες καταπιάνονται, έχει περιοριστεί στις έξι τελευταίες διδακτικές ώρες της Βιολογίας της Γ” Γυμνασίου7. Πρακτικά δε διδάσκεται, αφού το μάθημα είναι μονόωρο και οι διδακτικές ώρες που προβλέπει το υπουργείο είναι συνολικά 25, πρόγραμμα που δεν μπορεί να υλοποιήσει κανένας εκπαιδευτικός, πολύ περισσότερο αν σκεφτούμε ότι το ένα τέταρτο είναι αναπληρωτές και προσλαμβάνονται στα σχολεία Οκτώβρη – Νοέμβρη.

Ενα εξίσου σημαντικό παράδειγμα βρίσκεται στη Χημεία της Β” Λυκείου. Το σχολικό βιβλίο εισάγει τους μαθητές στην Οργανική Χημεία με απρόσμενα υλιστικό τρόπο, για τα δεδομένα του αστικού σχολείου. Με μια ολοκληρωμένη ανάλυση στην εισαγωγή, εξηγεί στο μαθητή, μέσα από το παράδειγμα του Wοhler8, το πώς η επιστήμη της Χημείας συνέβαλε στο να χτυπηθούν σκοταδιστικές αντιλήψεις που είχαν καλλιεργηθεί. Εξηγεί ότι μέχρι το 1828 οι άνθρωποι πίστευαν πως οι οργανικές ενώσεις (ενώσεις της ζωής) είχαν μία μυστηριώδη εξωκοσμική δύναμη μέσα τους, τη λεγόμενη ζωική δύναμη (vis vitalis). Ο Wοhler συνέτριψε τη βιταλιστική θεωρία, αφού από μία ανόργανη ένωση (κυανικό αμμώνιο) παρασκεύασε οργανική (ουρία), αποδεικνύοντας στην πράξη ότι, αφού ο ίδιος δεν είναι ο Θεός, τότε η ζωική δύναμη είναι ένας μύθος, που δημιούργησε ο άνθρωπος. Ωστόσο, όλο αυτό το κομμάτι μαζί με τους κανόνες ονοματολογίας της Οργανικής Χημείας έχουν αφαιρεθεί από τη διδακτέα ύλη.

Ας δούμε, όμως, πώς απαντιέται η ουσία του ζητήματος της αντιπαράθεσης ιδεαλισμού – υλισμού στην ερμηνεία των φαινομένων του πραγματικού κόσμου σε χώρες της ΕΕ, όπου έχουν επέλθει εδώ και χρόνια οι αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών, που επιδιώκει το υπουργείο να περάσουν και στη χώρα μας. Μέσα στο πλαίσιο του αστικού εκσυγχρονισμού, το μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει πλέον τη μορφή της κατήχησης, διδάσκεται ως θρησκειολογία και έχει προαιρετικό χαρακτήρα από μία ηλικία και πέρα. Ο μαθητής ξεφεύγει από τη μονολιθικότητα του ενός δόγματος, του ορθόδοξου εν προκειμένω, μπορεί να επιλέξει το δικό του. Είναι, όμως, τέτοιου τύπου αστικοί εκσυγχρονισμοί η σύγχρονη απάντηση απέναντι στη θρησκοληψία; Ο μαθητής, αμφιβάλλοντας για την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης, αποκομμένος από τη μέθοδο και τους νόμους που εξηγούν τα φαινόμενα, έχοντας φτιάξει το δικό του «κονστρουκτιβιστικό» κόσμο, αδυνατεί να ξεπεράσει τα βαρίδια της μεταφυσικής και του ιδεαλισμού. Επί της ουσίας, το μόνο που έχει κερδίσει είναι η ελευθερία της επιλογής του ιδεαλιστικού μοντέλου, με το οποίο θα προσπαθήσει να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα και όχι τον υλιστικό τρόπο προσέγγισης της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Εκεί, λοιπόν, βρίσκεται η ουσία της συζήτησης και όχι σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και τρικ που προχωρά το υπουργείο Παιδείας. Η επιστημονική – υλιστική αξιοποίηση του Δαρβίνου, του Wohler, άλλων μεγάλων ανακαλύψεων των Φυσικών Επιστημών, αποτελεί ειδική συμβολή στη συνολικότερη μάχη με τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και τις ιδεαλιστικές αυταπάτες. Μέσα από τη μάχη αυτή μπορούν να δίνονται απαντήσεις στις ανησυχίες του ανθρώπου, να σπάει ο σύγχρονος φόβος που δημιουργεί το άγνωστο, να εξηγείται με μεγαλύτερη πληρότητα η αντικειμενική πραγματικότητα και όχι με στίχους της Rihanna και του Πορτοκάλογλου στο μάθημα των Θρησκευτικών.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. «Οι ιδεαλιστές θεωρούν αρχή των πάντων τη νόηση ή το πνεύμα. Ισχυρίζονται πως το πνεύμα υπήρχε πριν από τη φύση κι ανεξάρτητα από αυτήν», «Βασικές αρχές της Μαρξιστικής φιλοσοφίας», «Σύγχρονη Εποχή», 2005, σελ. 29

2. «Αφετηρία του διαλεκτικού υλισμού είναι η αναγνώριση της αντικειμενικής ύπαρξης της αιώνια κινούμενης και αναπτυσσόμενης ύλης, της φύσης», «Βασικές αρχές της Μαρξιστικής φιλοσοφίας», «Σύγχρονη Εποχή» 2005, σελ. 175

3. Μ. Κουσαθανά: «Kονστρουκτιβισμός: Παλιές απόψεις σε νέο περιτύλιγμα», «Θέματα Παιδείας», τ. 19-20, 2005

4. «Ριζοσπάστης» 13/4/2016, σελ. 12, «Κονστρουκτιβισμός: Καινούργιο προσωπείο σε μια τόσο παλιά ιδέα που μυρίζει λιβάνι»

5. «Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός αρνούμενος την ύπαρξη του αντικειμενικού κόσμου και θεωρώντας τα αντικείμενα σαν αθροίσματα αισθημάτων και ιδεών, αρνείται και την αντικειμενική νομοτέλεια των φαινομένων», «Βασικές αρχές της Μαρξιστικής φιλοσοφίας», «Σύγχρονη Εποχή» 2005, σελ. 31

6. «Ριζοσπάστης» 5/10/2016, σελ. 12, «Κατάργηση των διακριτών μαθημάτων: Πρόοδος ή επιστροφή στη φυσιογνωσία;»

7. Οδηγίες για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών στο Γυμνάσιο σχολ. έτος 2016-2017, Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, http://www.minedu.gov.gr/

8. Σ. Λιοδάκης, Δ. Γάκης, Δ. Θεοδωρόπουλος, Π. Θεοδωρόπουλος, Α. Κάλλης: Σχολικό Εγχειρίδιο Χημείας Β” Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2015, σελ. 9


Ανδρέας ΚΑΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Εκπαιδευτικός Χημικός Msc