32 XRONIA ERASMUS – Το παραμύθι έχει λύκο…

32 XRONIA ERASMUS  -  Το παραμύθι έχει λύκο…

 

Τη φετινή ακαδημαϊκή χρονιά το ERASMUS, το γνωστό πρόγραμμα κινητικότητας της ΕΕ, συμπληρώνει 32 χρόνια.

Ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε πιλοτικά 32 χρόνια πριν σαν ένα ακόμα πρόγραμμα κινητικότητας, σήμερα έχει γιγαντωθεί σε πολυεργαλείο προώθησης της ευρωενωσιακής εκπαιδευτικής, οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής εντός κι εκτός ΕΕ με πυρήνα την κινητικότητα.

Η αποδοχή και η θετική εικόνα του προγράμματος οφείλεται, κατά τεκμήριο, στην επιθυμία για επικοινωνία, ανταλλαγή απόψεων, διαπολιτισμικές επαφές, γνωριμία με άλλους τόπους, στοιχεία που γοητεύουν ιδιαίτερα τους νέους. «Και ναι», θα μπορούσε να πει κανείς, «είναι τόσο υπέροχα όλα αυτά, τι πειράζει αν τα χρηματοδοτεί η ΕΕ; Η συμμετοχή στο πρόγραμμα μόνο καλά μπορεί να έχει για έναν νέο άνθρωπο σήμερα που έχει όρεξη για δημιουργία και περιέργεια να γνωρίσει τον κόσμο»… Οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα φοιτητές είναι πράγματι, τις περισσότερες φορές, ενθουσιασμένοι από την εμπειρία της ζωής, των σπουδών και της εργασίας σε μια άλλη χώρα, όπου έχουν και την ευκαιρία να γνωρίσουν νέους και νέες από διάφορα μέρη της Ευρώπης και όχι μόνο.

Τι, λοιπόν, πρέπει να λάβει υπόψη του ένας νέος άνθρωπος σήμερα που σκέφτεται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα;

Οι στόχοι του προγράμματος

Στα πρώτα χρόνια του SOCRATES – ERASMUS, 1987 – 1999, οι διακηρυγμένοι στόχοι του προγράμματος αφορούσαν κυρίως στην προώθηση του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ), που θεσμικά προσδιορίστηκε με τη Συνθήκη της Μπολόνια το 1999. Το πρόγραμμα έδινε έμφαση στην ενίσχυση της «ευρωπαϊκής διάστασης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» και στην υποστήριξη της κινητικότητας φοιτητών και καθηγητών εντός της ΕΕ ώστε:

  • Αφενός να διαμορφωθεί σταδιακά μια κρίσιμη μάζα ατόμων με την ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη, ο οποίος υπηρετεί το «κοινό μας σπίτι» σε όποια χώρα κι αν βρεθεί, είναι εξοικειωμένος με την ιδέα της κινητικότητας και προσαρμόζεται εύκολα στις διαφορετικές συνθήκες της κάθε χώρας. Το «τυράκι» εδώ είναι οι διαπολιτισμικές επαφές από μια κοσμοπολίτικη κυρίως οπτική (φοιτητική ζωή σε μια ξένη χώρα, γνωριμία με ξένους φοιτητές, εκμάθηση γλωσσών κ.λπ.) και
  • αφετέρου να στηριχθεί η σύγκλιση των ΑΕΙ της ΕΕ προς μια βασική, καταρχήν, δομή, αυτή του ΕΧΑΕ, με τους τρεις κύκλους και τη μεταφορά πιστωτικών μονάδων, ώστε να επιταχυνθεί η μετάλλαξη των, κατά κανόνα δημόσιων, ΑΕΙ σε δομές που θα ανταγωνίζονται για την επιβίωσή τους με όρους ιδιωτικής οικονομίας. Το «καρότο» στην περίπτωση αυτή είναι ο «εκσυγχρονισμός» του αστικού πανεπιστημίου και η προώθηση «καινοτόμων πρακτικών» στην εκπαίδευση μέσω των ανταλλαγών με άλλα εκπαιδευτικά συστήματα. Το «μαστίγιο» είναι ο αποκλεισμός ενός «απείθαρχου» ιδρύματος από τον ΕΧΑΕ, μέσω της μη αναγνώρισης των προγραμμάτων και των τίτλων σπουδών του και οι χαμηλές επιδόσεις σε αξιολογήσεις που το καθιστούν λιγότερο ελκυστικό «παίκτη» της αγοράς.

Στο διάδοχο πρόγραμμα Διά Βίου Μάθηση – ERASMUS 2007 – 2013, οι παραπάνω στόχοι εμπλουτίζονται με τους στόχους του προγράμματος – ομπρέλα «Διά Βίου Μάθηση (ΔΒΜ)» που έρχεται να υποστηρίξει τους στόχους της Συνθήκης της Λισαβόνας, του στρατηγικού σχεδίου της ΕΕ για τη δεκαετία 2000 – 2010, για τη λεγόμενη μετάβαση σε μια «κοινωνία γνώσης»: Της αύξησης, δηλαδή, της ανταγωνιστικότητας του ευρωενωσιακού κεφαλαίου μέσα από την επένδυση στην καινοτομία, την ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, την εξειδίκευση και την κινητικότητα του προσωπικού. Η εκτίμηση της Συνθήκης της Λισαβόνας οδήγησε στη λήψη έκτακτων μέτρων στήριξης της στρατηγικής της: Ενα από αυτά είναι το πρόγραμμα ΔΒΜ που προωθεί την απασχολησιμότητα έναντι της εργασίας, την κινητικότητα έναντι της σταθερότητας, το διά βίου κυνήγι πιστοποιητικών για τον εμπλουτισμό του βιογραφικού, τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων για τη διαμόρφωση ενός πιο ελκυστικού προφίλ για τον εργοδότη.

Το πρόγραμμα χρηματοδοτεί για πρώτη φορά την κινητικότητα για πρακτική άσκηση των φοιτητών, την ανάπτυξη διακρατικών δικτύων ΑΕΙ – επιχειρήσεων, τις ανταλλαγές προσωπικού μεταξύ επιχειρήσεων και ΑΕΙ. Οι διακηρυγμένοι στόχοι της κινητικότητας για πρακτική άσκηση είναι: «α) η προσαρμογή των φοιτητών στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και η απόκτηση συγκεκριμένων δεξιοτήτων β) η ενίσχυση της συνεργασίας ΑΕΙ – επιχειρήσεων». Υποστηρίζεται δηλαδή με κάθε τρόπο η σύνδεση των ΑΕΙ με τις επιχειρήσεις.

Η διεύρυνση της ΕΕ το 2004 διευρύνει και τη σφαίρα επιρροής του ΕΧΑΕ και οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ΑΕΙ για εναρμονισμό με την «Μπολόνια» και τους πόρους των διαφόρων κονδυλίων. Το πρόγραμμα, εκτός της κλασικής κινητικότητας, χρηματοδοτεί πλέον και τη δημιουργία ή την τροποποίηση προγραμμάτων σπουδών, κοινά μεταπτυχιακά προγράμματα, και προγράμματα που στοχεύουν στην εξαγωγή του μοντέλου του ΕΧΑΕ προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρών εκτός ΕΕ (TEMPUS, MUNDUS, κ.λπ). Το ERASMUS είναι πλέον ένα πολυεργαλείο που προωθεί την οικονομική αλλά και την εξωτερική πολιτική της ΕΕ μέσα από τη διαμόρφωση του εργαζόμενου – πρότυπου.

Το 2014, το ERASMUS αναβαθμίζεται στο πρόγραμμα – ομπρέλα ERASMUS+ 2014 – 2020, που στηρίζει την προώθηση της στρατηγικής της ΕΕ για τη δεκαετία 2010 – 2020 (Ευρώπη 2020) για «μια έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομία» με «υψηλά επίπεδα απασχόλησης, παραγωγικότητας και κοινωνικής συνοχής» μέσα από την επίτευξη των επιμέρους στόχων στην «απασχόληση, την καινοτομία, την εκπαίδευση, την κοινωνική ένταξη και το κλίμα/την Ενέργεια»1. Οι στόχοι του προγράμματος αναφέρονται πλέον σε οικονομικά μεγέθη (ανάπτυξη, επιχειρηματικότητα, ανταγωνιστικότητα), κοινωνικά προβλήματα (ανεργία, κοινωνικός αποκλεισμός, «βίαιη ριζοσπαστικοποίηση») και στην ενσωμάτωση των νέων μέσα από την υποστήριξη «της συμμετοχής τους στη δημοκρατική ζωή στην Ευρώπη»2. Ενθαρρύνονται και υποστηρίζονται στοχευμένες μεταρρυθμίσεις σε εκπαιδευτικά προγράμματα, προγράμματα κατάρτισης αλλά και σε πολιτικές που αφορούν στη νεολαία.

Οι υποτροφίες ERASMUS δεν είναι για όλους

Παρά τις διακηρύξεις του προγράμματος για κατάργηση των κοινωνικών αποκλεισμών, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ο ταξικός χαρακτήρας του προγράμματος: Τα κατά μέσο όρο 300 ευρώ της μηνιαίας υποτροφίας για σπουδές και τα 400 ευρώ για πρακτική άσκηση, σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για την άνετη διαβίωση του φοιτητή σε μια ξένη χώρα. Το ύψος της υποτροφίας εξαρτάται από το κόστος ζωής στη χώρα υποδοχής και έχει την έννοια του συμπληρώματος στα έξοδα που έχει έτσι κι αλλιώς ένας φοιτητής που σπουδάζει στην Ελλάδα. Με τα χρήματα της υποτροφίας, οι φοιτητές καλούνται να πληρώσουν τα εισιτήρια από και προς το ίδρυμα υποδοχής, το ενοίκιο σε φοιτητικές εστίες ή ενοικιαζόμενα δωμάτια που είναι τουλάχιστον 150 ευρώ το μήνα, αλλά και τα έξοδα του ασφαλιστικού συμβολαίου που είναι υποχρεωτικό για την πρακτική άσκηση. Εννοείται ότι με τα χρόνια έχει αναπτυχθεί ένα ολόκληρο δίκτυο επιχειρήσεων που λυμαίνεται τα κονδύλια του ERASMUS, προσφέροντας υπηρεσίες στους μετακινούμενους φοιτητές, όπως ανεύρεση θέσεων πρακτικής, στέγης, ασφάλιση κ.λπ. Οι οικονομικά ασθενέστεροι φοιτητές αδυνατούν να καλύψουν τα έστω και λίγο μεγαλύτερα έξοδα που απαιτούνται για μια περίοδο στο εξωτερικό, ενώ όσοι είναι αναγκασμένοι να εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους δεν διανοούνται καν να σταματήσουν τη δουλειά για 6 μήνες. Έτσι, οι υποτροφίες γίνονται ένα προνόμιο για τους πιο ευκατάστατους φοιτητές.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι τα συμβόλαια για πρακτική άσκηση που υπογράφουν οι φοιτητές με το ΑΕΙ προέλευσης και τον φορέα απασχόλησης. Στα συμβόλαια αυτά, ο μισθός και η ασφάλιση είναι προαιρετικά. Σε κάποιες περιπτώσεις οι εργοδότες προσφέρουν σίτιση και σπανιότερα στέγαση. Έτσι ο φοιτητής που κάνει την πρακτική του άσκηση, δηλαδή εργάζεται και άρα είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον εργοδότη του, όχι μόνο δεν αμείβεται αλλά καλείται με την υποτροφία του να αντιμετωπίσει τα έξοδα διαβίωσής του αλλά και της αυτασφάλισης (υγείας, αστική και ατυχήματος) η οποία είναι υποχρεωτική για τη λήψη της υποτροφίας. Εδώ, πέρα από την οικονομική επιβάρυνση του φοιτητή και της οικογένειάς του, ελλοχεύει ένας ύπουλος κίνδυνος: Τέτοια συμβόλαια εκπαιδεύουν τον φοιτητή – εργαζόμενο σε μια ζωή χωρίς δικαιώματα, όπου θα του αρκεί ένα ξεροκόμματο ή μια επιδότηση για να φυτοζωεί, αφού θα έχει το «προνόμιο» περιπλανιέται από χώρα σε χώρα για να δουλεύει και να εμπλουτίζει το βιογραφικό του.

Είναι, λοιπόν, το ERASMUS ένα πρόγραμμα που πρέπει να αποφεύγει κάποιος όπως ο διάολος το λιβάνι; Όχι περισσότερο από όλες τις άλλες δράσεις και προγράμματα αυτής της βαθύτατα αντιδραστικής καπιταλιστικής ένωσης που, ως οφείλει, έχει κηρύξει πόλεμο ενάντια στους εργαζόμενους σε όλη της την επικράτεια, αλλά κι έξω από αυτήν. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε και να ενημερώνουμε τους φοιτητές για τις πραγματικές επιδιώξεις του προγράμματος αυτού, για τους πραγματικούς όρους συμμετοχής σε αυτό και να είμαστε σε θέση να αποκωδικοποιούμε τα όμορφα λόγια και τις ιστορίες επιτυχίας που θα ακούσουμε το επόμενο διάστημα. Όποιος αποφασίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα πρέπει να έχει το μυαλό του σε εγρήγορση, τα μάτια του ανοιχτά και να μη χάσει ούτε στιγμή τα ταξικά γυαλιά του για να μη θαμπωθεί από την αναμφισβήτητη γοητεία του «ξένου», αλλά να μπορεί να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στις κοινωνίες που επισκέπτεται, να βλέπει κάτω από το λούστρο τους, να συμμετέχει στις διεργασίες τους μαζί με φοιτητές κι εργαζόμενους που μοιράζονται κοινά όνειρα και αγωνίες για την ανατροπή αυτού του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, να μετατρέψει δηλαδή τον κοσμοπολιτισμό σε διεθνισμό.

Το ERASMUS είναι ο λύκος στο παραμύθι της κοκκινοσκουφίτσας: Τα όμορφα λόγια και ο ανθρωπιστικός μανδύας του προγράμματος ξεγελάνε, αλλά δεν μπορούν να κρύψουν τα δολοφονικά ένστικτα του ανθρωποφάγου συστήματος που υπηρετεί η ΕΕ και οι μηχανισμοί της.

«ERASMUS +» – Μεγαλύτερη σύνδεση της εκπαίδευσης με το κέρδος

«ERASMUS +»

Μεγαλύτερη σύνδεση της εκπαίδευσης με το κέρδος

 

Σαν …ελπιδοφόρα εξέλιξη παρουσιάστηκε στο τέλος του 2013 η έγκριση από το Ευρωκοινοβούλιο του προγράμματος «Erasmus +» για την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Η «ενίσχυση των δεξιοτήτων της απασχολησιμότητας και υποστήριξη του εκσυγχρονισμού των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης» ήταν οι στόχοι του προγράμματος που ξεκίνησε το Γενάρη 2014 με διάρκεια 7 χρόνια και προϋπολογισμό 14,7 δισ. ευρώ.

Το πρόγραμμα πλασαρίστηκε σαν «προσφορά», «παροχή νέων δυνατοτήτων» και «διευκολύνσεων» προς τους νέους, σαν συμβολή στη «μάχη» που δίνει η ΕΕ ενάντια στην ανεργία. Στην πραγματικότητα, εντάσσεται στην προσπάθεια για ανάκαμψη των μονοπωλίων, και για τον καθέναν από τους «δικαιούχους» σημαίνει εργασιακή, εκπαιδευτική, γεωγραφική περιπλάνηση και υπαγωγή τους στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων με ακόμα πιο άμεσο τρόπο.

Η έγκριση του «Erasmus +» «πέρασε» στα μέσα ενημέρωσης σαν… χαρμόσυνη είδηση. Οτι η ΕΕ θα «προσφέρει υποστήριξη» σε περισσότερους από 4 εκατομμύρια ανθρώπους «για σπουδές, εργασία ή εθελοντισμό στο εξωτερικό». Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πρόγραμμα προώθησης της κινητικότητας των εργαζομένων, που αποτελεί στρατηγικό στόχο για την ΕΕ και τις αστικές κυβερνήσεις της. Για το μεγάλο κεφάλαιο σημαίνει φτηνά εργατικά χέρια, για τους νέους μια ζωή να περιφέρονται από χώρα σε χώρα σε αναζήτηση μιας θέσης εργασίας ή πρακτικής άσκησης, αλλαγή επαγγέλματος ή κλάδου ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των μονοπωλιακών ομίλων.

Το «Erasmus +» συνδυάζει όλα τα σημερινά προγράμματα της ΕΕ για την εκπαίδευση, την κατάρτιση, τη νεολαία και τον αθλητισμό. Μεταξύ αυτών τα προγράμματα:

Erasmus, που είναι το ακρωνύμιο για το European Region Action Scheme for the Mobility of University Students και αφορά στην κινητικότητα στις σπουδές.

Leonardo da Vinci, που ξεκίνησε το 1995 και αφορά ειδικότερα στην κατάρτιση και απευθύνεται σε καταρτιζόμενους, φορείς επαγγελματικής κατάρτισης και επιχειρήσεις.

Comenius, που αφορά στη σχολική εκπαίδευση και περιλαμβάνει δράσεις που ενισχύουν την «ευρωπαϊκή διάσταση» της εκπαίδευσης, την ιδεολογική παρέμβαση υπέρ της ΕΕ.

Grundtvig, για τη διά βίου κατάρτιση, την (τυπική, μη τυπική, άτυπη) εκπαίδευση ενηλίκων.

«Νεολαία σε δράση», που αφορά στη νεολαία και την προώθηση της «συμμετοχής ως ενεργών πολιτών», εθελοντισμό, καλλιέργεια του ευρωπαϊκού ιδεώδους, κινητικότητα.

Η κινητικότητα, όπως την εννοεί η ΕΕ, διατρέχει όλα τα προγράμματα τα οποία ουσιαστικά ενιαιοποιούνται κάτω από το «Erasmus +». Στην Ελλάδα, την υλοποίησή του έχει αναλάβει το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ), το οποίο τελευταία έχει προσανατολίσει έντονα τη δραστηριότητά του ως φορέας διαχείρισης και υλοποίησης ευρωπαϊκών προγραμμάτων σε βάρος της αποστολής του για παροχή υποτροφιών οι οποίες θα επέτρεπαν σε παιδιά να σπουδάσουν.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις, το πρόγραμμα αφορά:

Σπουδές στο εξωτερικό για 2 εκατ. φοιτητές και σπουδαστές που θα καταρτιστούν και θα κάνουν πρακτική άσκηση. Θα συμπεριλάβει 650.000 άτομα που βρίσκονται σε επαγγελματικές σχολές και μαθητεία για να καταρτιστούν και να εργαστούν έξω από τη χώρα τους και 800.000 εκπαιδευτικούς, πανεπιστημιακούς, επιμορφωτές, εκπαιδευτικό προσωπικό και νέους εργαζόμενους για να καταρτίσουν άτομα στο εξωτερικό. Πρόκειται για εφαρμογή της κινητικότητας σπουδαστών και εκπαιδευτών, που συνδέεται με την ανάγκη του μεγάλου κεφαλαίου να καταργήσει τα σύνορα στην εκμετάλλευση. Ειδικότερα στο χώρο της εκπαίδευσης, η προώθηση της κινητικότητας συνδέεται και με την προσπάθεια για δημιουργία ενιαίου χώρου ανώτατης εκπαίδευσης στην ΕΕ, υποταγμένης πάντα στις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου.

Στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η ΕΕ θέλει την κινητικότητα και ως μέσο ανταλλαγής καλών πρακτικών ώστε η ανώτατη εκπαίδευση να υπηρετήσει καλύτερα τη στρατηγική της, την «ανταγωνιστικότητα» της ΕΕ. Η περίφημη Μπολόνια δεν έφερε άλλωστε τα αποτελέσματα που αναμένονταν σε αυτόν τον τομέα, γι” αυτό και οι νέοι μετατρέπονται σε «Γκασταρμπάιτερ» φοιτητές και καταρτιζόμενους με το δόλωμα της συλλογής εμπειριών και προσόντων για την επαγγελματική τους ζωή.

Το πρόγραμμα, στο ίδιο πλαίσιο, δίνει επίσης υποτροφίες για 25.000 φοιτητές με τον όρο να σπουδάσουν σε δύο τουλάχιστον τριτοβάθμια ιδρύματα του εξωτερικού και δυνατότητα σε 500.000 νέους να συμμετάσχουν σε εθελοντικές δράσεις στο εξωτερικό ή σε ανταλλαγές νέων. Παράλληλα, αφού τα μεταπτυχιακά έγιναν υπόθεση όσων έχουν τα τεράστια ποσά που απαιτούνται, η ΕΕ τώρα «προσφέρει» ένα νέο πρόγραμμα εγγυήσεων δανείων που θα διαχειρίζεται το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων για πλήρη κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών (master) στο εξωτερικό για 200.000 μεταπτυχιακούς σπουδαστές.

«Συμμαχίες» επιχειρήσεων – εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

Εκτός από την «υποστήριξη» σε άτομα, το «Erasmus +» θα υποστηρίξει διεθνείς συνεργασίες μεταξύ ιδρυμάτων και οργανισμών εκπαίδευσης, κατάρτισης και νεολαίας για να προωθηθεί η συνεργασία και να «γεφυρωθούν» οι χώροι της εκπαίδευσης και της εργασίας προκειμένου να ξεπεραστεί το «χάσμα δεξιοτήτων» που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Ετσι λανσάρονται οι λεγόμενες «Συμμαχίες Γνώσης» και οι «Τομεακές Συμμαχίες Δεξιοτήτων», δηλαδή η συνεργασία μεταξύ ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης και επιχειρήσεων, η οποία περιλαμβάνει και διαμόρφωση προγραμμάτων σπουδών στα μέτρα της αγοράς, και οι αντίστοιχες συμπράξεις ιδρυμάτων κατάρτισης με επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη δυνατότητα που θα έχουν ανοιχτά οι επιχειρήσεις να συνδιαμορφώνουν το περιεχόμενο των σπουδών, στο όνομα της αντιμετώπισης της λεγόμενης αναντιστοιχίας σπουδών και αναγκών της αγοράς.

Μάλιστα, η ΕΕ θεωρεί κριτήριο «αναβάθμισης» της εκπαίδευσης τη σύνδεση με τις επιχειρήσεις, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Η ποιότητα και η καταλληλότητα των συστημάτων εκπαίδευσης, κατάρτισης και νεολαίας στην Ευρώπη θα αναβαθμιστούν μέσω της υποστήριξης που θα παρασχεθεί για την επαγγελματική εξέλιξη του εκπαιδευτικού προσωπικού και των νεαρών εργαζομένων και μέσω της συνεργασίας του κόσμου της εκπαίδευσης με τον κόσμο της εργασίας».

Ο «κόσμος της εργασίας», της εκμετάλλευσης, έχει τους δικούς του νόμους, που συμπυκνώνονται στο κυνήγι του κέρδους. Έννοιες όπως ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, σεβασμός στις ιδιαίτερες ανάγκες και απαιτήσεις κάθε ηλικίας, κάθε μαθητή, φοιτητή, σπουδαστή, του λαού γενικότερα, δεν χωρούν σε αυτόν. Η «λύση» που έρχεται από την ΕΕ με τη νέα παρέμβασή της στο χώρο της Παιδείας σημαίνει χειρότερους όρους μάθησης και εργασίας για τη μεγάλη μάζα του λαού. Ο οποίος αρκεί να γυρίσει τις σελίδες της πολιτικής της ΕΕ προς τα πίσω και να αφήσει τη σημερινή πραγματικότητα που βιώνει, για να αποκαλύψει ότι αυτά που κάποτε παρουσιάζονταν σαν καινοτομία είναι η σημερινή πραγματικότητα της μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, των αδιεξόδων.

Η προώθηση των δεξιοτήτων και της απασχολησιμότητας είναι στόχος που επαναπροσδιορίζεται διαρκώς από την ΕΕ από το 1995, χρονιά δημοσίευσης της «Λευκής Βίβλου για την Παιδεία», που έθετε για πρώτη φορά επιτακτικά την ανάγκη αναμόρφωσης της εκπαίδευσης στην κατεύθυνση αυτή. Εδώ και 18 χρόνια, συντελείται μία συνεχής υποβάθμιση της πραγματικής μόρφωσης, οικοδομείται ένα εκπαιδευτικό σύστημα που οδηγεί στην αμορφωσιά τους πολλούς, στέλνοντάς τους για δουλειά χωρίς ολόπλευρη μόρφωση και χωρίς ουσιαστικά επαγγελματικά προσόντα. Παράγει τελικά «ειδικευμένους» περισσότερο ευάλωτους στην ανεργία, αν και η εκπαίδευση δεν είναι ούτε η αιτία ούτε η λύση στην ανεργία.

Οι μόνοι ωφελημένοι είναι οι επιχειρήσεις που – παρά τις διαμαρτυρίες ότι τάχα δεν έχουν καταρτισμένους ενώ οι ίδιες θέλουν να προσφέρουν δουλειά – μπορούν να κρατούν χαμηλά αμοιβές, απαιτήσεις και να έχουν στη διάθεσή τους και σε ομηρία μία μεγάλη μάζα εργατικού δυναμικού – εργαλείου για να αυγατίζουν τα κέρδη τους.