32 XRONIA ERASMUS – Το παραμύθι έχει λύκο…

32 XRONIA ERASMUS  -  Το παραμύθι έχει λύκο…

 

Τη φετινή ακαδημαϊκή χρονιά το ERASMUS, το γνωστό πρόγραμμα κινητικότητας της ΕΕ, συμπληρώνει 32 χρόνια.

Ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε πιλοτικά 32 χρόνια πριν σαν ένα ακόμα πρόγραμμα κινητικότητας, σήμερα έχει γιγαντωθεί σε πολυεργαλείο προώθησης της ευρωενωσιακής εκπαιδευτικής, οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής εντός κι εκτός ΕΕ με πυρήνα την κινητικότητα.

Η αποδοχή και η θετική εικόνα του προγράμματος οφείλεται, κατά τεκμήριο, στην επιθυμία για επικοινωνία, ανταλλαγή απόψεων, διαπολιτισμικές επαφές, γνωριμία με άλλους τόπους, στοιχεία που γοητεύουν ιδιαίτερα τους νέους. «Και ναι», θα μπορούσε να πει κανείς, «είναι τόσο υπέροχα όλα αυτά, τι πειράζει αν τα χρηματοδοτεί η ΕΕ; Η συμμετοχή στο πρόγραμμα μόνο καλά μπορεί να έχει για έναν νέο άνθρωπο σήμερα που έχει όρεξη για δημιουργία και περιέργεια να γνωρίσει τον κόσμο»… Οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα φοιτητές είναι πράγματι, τις περισσότερες φορές, ενθουσιασμένοι από την εμπειρία της ζωής, των σπουδών και της εργασίας σε μια άλλη χώρα, όπου έχουν και την ευκαιρία να γνωρίσουν νέους και νέες από διάφορα μέρη της Ευρώπης και όχι μόνο.

Τι, λοιπόν, πρέπει να λάβει υπόψη του ένας νέος άνθρωπος σήμερα που σκέφτεται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα;

Οι στόχοι του προγράμματος

Στα πρώτα χρόνια του SOCRATES – ERASMUS, 1987 – 1999, οι διακηρυγμένοι στόχοι του προγράμματος αφορούσαν κυρίως στην προώθηση του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ), που θεσμικά προσδιορίστηκε με τη Συνθήκη της Μπολόνια το 1999. Το πρόγραμμα έδινε έμφαση στην ενίσχυση της «ευρωπαϊκής διάστασης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» και στην υποστήριξη της κινητικότητας φοιτητών και καθηγητών εντός της ΕΕ ώστε:

  • Αφενός να διαμορφωθεί σταδιακά μια κρίσιμη μάζα ατόμων με την ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη, ο οποίος υπηρετεί το «κοινό μας σπίτι» σε όποια χώρα κι αν βρεθεί, είναι εξοικειωμένος με την ιδέα της κινητικότητας και προσαρμόζεται εύκολα στις διαφορετικές συνθήκες της κάθε χώρας. Το «τυράκι» εδώ είναι οι διαπολιτισμικές επαφές από μια κοσμοπολίτικη κυρίως οπτική (φοιτητική ζωή σε μια ξένη χώρα, γνωριμία με ξένους φοιτητές, εκμάθηση γλωσσών κ.λπ.) και
  • αφετέρου να στηριχθεί η σύγκλιση των ΑΕΙ της ΕΕ προς μια βασική, καταρχήν, δομή, αυτή του ΕΧΑΕ, με τους τρεις κύκλους και τη μεταφορά πιστωτικών μονάδων, ώστε να επιταχυνθεί η μετάλλαξη των, κατά κανόνα δημόσιων, ΑΕΙ σε δομές που θα ανταγωνίζονται για την επιβίωσή τους με όρους ιδιωτικής οικονομίας. Το «καρότο» στην περίπτωση αυτή είναι ο «εκσυγχρονισμός» του αστικού πανεπιστημίου και η προώθηση «καινοτόμων πρακτικών» στην εκπαίδευση μέσω των ανταλλαγών με άλλα εκπαιδευτικά συστήματα. Το «μαστίγιο» είναι ο αποκλεισμός ενός «απείθαρχου» ιδρύματος από τον ΕΧΑΕ, μέσω της μη αναγνώρισης των προγραμμάτων και των τίτλων σπουδών του και οι χαμηλές επιδόσεις σε αξιολογήσεις που το καθιστούν λιγότερο ελκυστικό «παίκτη» της αγοράς.

Στο διάδοχο πρόγραμμα Διά Βίου Μάθηση – ERASMUS 2007 – 2013, οι παραπάνω στόχοι εμπλουτίζονται με τους στόχους του προγράμματος – ομπρέλα «Διά Βίου Μάθηση (ΔΒΜ)» που έρχεται να υποστηρίξει τους στόχους της Συνθήκης της Λισαβόνας, του στρατηγικού σχεδίου της ΕΕ για τη δεκαετία 2000 – 2010, για τη λεγόμενη μετάβαση σε μια «κοινωνία γνώσης»: Της αύξησης, δηλαδή, της ανταγωνιστικότητας του ευρωενωσιακού κεφαλαίου μέσα από την επένδυση στην καινοτομία, την ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, την εξειδίκευση και την κινητικότητα του προσωπικού. Η εκτίμηση της Συνθήκης της Λισαβόνας οδήγησε στη λήψη έκτακτων μέτρων στήριξης της στρατηγικής της: Ενα από αυτά είναι το πρόγραμμα ΔΒΜ που προωθεί την απασχολησιμότητα έναντι της εργασίας, την κινητικότητα έναντι της σταθερότητας, το διά βίου κυνήγι πιστοποιητικών για τον εμπλουτισμό του βιογραφικού, τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων για τη διαμόρφωση ενός πιο ελκυστικού προφίλ για τον εργοδότη.

Το πρόγραμμα χρηματοδοτεί για πρώτη φορά την κινητικότητα για πρακτική άσκηση των φοιτητών, την ανάπτυξη διακρατικών δικτύων ΑΕΙ – επιχειρήσεων, τις ανταλλαγές προσωπικού μεταξύ επιχειρήσεων και ΑΕΙ. Οι διακηρυγμένοι στόχοι της κινητικότητας για πρακτική άσκηση είναι: «α) η προσαρμογή των φοιτητών στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και η απόκτηση συγκεκριμένων δεξιοτήτων β) η ενίσχυση της συνεργασίας ΑΕΙ – επιχειρήσεων». Υποστηρίζεται δηλαδή με κάθε τρόπο η σύνδεση των ΑΕΙ με τις επιχειρήσεις.

Η διεύρυνση της ΕΕ το 2004 διευρύνει και τη σφαίρα επιρροής του ΕΧΑΕ και οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ΑΕΙ για εναρμονισμό με την «Μπολόνια» και τους πόρους των διαφόρων κονδυλίων. Το πρόγραμμα, εκτός της κλασικής κινητικότητας, χρηματοδοτεί πλέον και τη δημιουργία ή την τροποποίηση προγραμμάτων σπουδών, κοινά μεταπτυχιακά προγράμματα, και προγράμματα που στοχεύουν στην εξαγωγή του μοντέλου του ΕΧΑΕ προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρών εκτός ΕΕ (TEMPUS, MUNDUS, κ.λπ). Το ERASMUS είναι πλέον ένα πολυεργαλείο που προωθεί την οικονομική αλλά και την εξωτερική πολιτική της ΕΕ μέσα από τη διαμόρφωση του εργαζόμενου – πρότυπου.

Το 2014, το ERASMUS αναβαθμίζεται στο πρόγραμμα – ομπρέλα ERASMUS+ 2014 – 2020, που στηρίζει την προώθηση της στρατηγικής της ΕΕ για τη δεκαετία 2010 – 2020 (Ευρώπη 2020) για «μια έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομία» με «υψηλά επίπεδα απασχόλησης, παραγωγικότητας και κοινωνικής συνοχής» μέσα από την επίτευξη των επιμέρους στόχων στην «απασχόληση, την καινοτομία, την εκπαίδευση, την κοινωνική ένταξη και το κλίμα/την Ενέργεια»1. Οι στόχοι του προγράμματος αναφέρονται πλέον σε οικονομικά μεγέθη (ανάπτυξη, επιχειρηματικότητα, ανταγωνιστικότητα), κοινωνικά προβλήματα (ανεργία, κοινωνικός αποκλεισμός, «βίαιη ριζοσπαστικοποίηση») και στην ενσωμάτωση των νέων μέσα από την υποστήριξη «της συμμετοχής τους στη δημοκρατική ζωή στην Ευρώπη»2. Ενθαρρύνονται και υποστηρίζονται στοχευμένες μεταρρυθμίσεις σε εκπαιδευτικά προγράμματα, προγράμματα κατάρτισης αλλά και σε πολιτικές που αφορούν στη νεολαία.

Οι υποτροφίες ERASMUS δεν είναι για όλους

Παρά τις διακηρύξεις του προγράμματος για κατάργηση των κοινωνικών αποκλεισμών, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ο ταξικός χαρακτήρας του προγράμματος: Τα κατά μέσο όρο 300 ευρώ της μηνιαίας υποτροφίας για σπουδές και τα 400 ευρώ για πρακτική άσκηση, σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για την άνετη διαβίωση του φοιτητή σε μια ξένη χώρα. Το ύψος της υποτροφίας εξαρτάται από το κόστος ζωής στη χώρα υποδοχής και έχει την έννοια του συμπληρώματος στα έξοδα που έχει έτσι κι αλλιώς ένας φοιτητής που σπουδάζει στην Ελλάδα. Με τα χρήματα της υποτροφίας, οι φοιτητές καλούνται να πληρώσουν τα εισιτήρια από και προς το ίδρυμα υποδοχής, το ενοίκιο σε φοιτητικές εστίες ή ενοικιαζόμενα δωμάτια που είναι τουλάχιστον 150 ευρώ το μήνα, αλλά και τα έξοδα του ασφαλιστικού συμβολαίου που είναι υποχρεωτικό για την πρακτική άσκηση. Εννοείται ότι με τα χρόνια έχει αναπτυχθεί ένα ολόκληρο δίκτυο επιχειρήσεων που λυμαίνεται τα κονδύλια του ERASMUS, προσφέροντας υπηρεσίες στους μετακινούμενους φοιτητές, όπως ανεύρεση θέσεων πρακτικής, στέγης, ασφάλιση κ.λπ. Οι οικονομικά ασθενέστεροι φοιτητές αδυνατούν να καλύψουν τα έστω και λίγο μεγαλύτερα έξοδα που απαιτούνται για μια περίοδο στο εξωτερικό, ενώ όσοι είναι αναγκασμένοι να εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους δεν διανοούνται καν να σταματήσουν τη δουλειά για 6 μήνες. Έτσι, οι υποτροφίες γίνονται ένα προνόμιο για τους πιο ευκατάστατους φοιτητές.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι τα συμβόλαια για πρακτική άσκηση που υπογράφουν οι φοιτητές με το ΑΕΙ προέλευσης και τον φορέα απασχόλησης. Στα συμβόλαια αυτά, ο μισθός και η ασφάλιση είναι προαιρετικά. Σε κάποιες περιπτώσεις οι εργοδότες προσφέρουν σίτιση και σπανιότερα στέγαση. Έτσι ο φοιτητής που κάνει την πρακτική του άσκηση, δηλαδή εργάζεται και άρα είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον εργοδότη του, όχι μόνο δεν αμείβεται αλλά καλείται με την υποτροφία του να αντιμετωπίσει τα έξοδα διαβίωσής του αλλά και της αυτασφάλισης (υγείας, αστική και ατυχήματος) η οποία είναι υποχρεωτική για τη λήψη της υποτροφίας. Εδώ, πέρα από την οικονομική επιβάρυνση του φοιτητή και της οικογένειάς του, ελλοχεύει ένας ύπουλος κίνδυνος: Τέτοια συμβόλαια εκπαιδεύουν τον φοιτητή – εργαζόμενο σε μια ζωή χωρίς δικαιώματα, όπου θα του αρκεί ένα ξεροκόμματο ή μια επιδότηση για να φυτοζωεί, αφού θα έχει το «προνόμιο» περιπλανιέται από χώρα σε χώρα για να δουλεύει και να εμπλουτίζει το βιογραφικό του.

Είναι, λοιπόν, το ERASMUS ένα πρόγραμμα που πρέπει να αποφεύγει κάποιος όπως ο διάολος το λιβάνι; Όχι περισσότερο από όλες τις άλλες δράσεις και προγράμματα αυτής της βαθύτατα αντιδραστικής καπιταλιστικής ένωσης που, ως οφείλει, έχει κηρύξει πόλεμο ενάντια στους εργαζόμενους σε όλη της την επικράτεια, αλλά κι έξω από αυτήν. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε και να ενημερώνουμε τους φοιτητές για τις πραγματικές επιδιώξεις του προγράμματος αυτού, για τους πραγματικούς όρους συμμετοχής σε αυτό και να είμαστε σε θέση να αποκωδικοποιούμε τα όμορφα λόγια και τις ιστορίες επιτυχίας που θα ακούσουμε το επόμενο διάστημα. Όποιος αποφασίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα πρέπει να έχει το μυαλό του σε εγρήγορση, τα μάτια του ανοιχτά και να μη χάσει ούτε στιγμή τα ταξικά γυαλιά του για να μη θαμπωθεί από την αναμφισβήτητη γοητεία του «ξένου», αλλά να μπορεί να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στις κοινωνίες που επισκέπτεται, να βλέπει κάτω από το λούστρο τους, να συμμετέχει στις διεργασίες τους μαζί με φοιτητές κι εργαζόμενους που μοιράζονται κοινά όνειρα και αγωνίες για την ανατροπή αυτού του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, να μετατρέψει δηλαδή τον κοσμοπολιτισμό σε διεθνισμό.

Το ERASMUS είναι ο λύκος στο παραμύθι της κοκκινοσκουφίτσας: Τα όμορφα λόγια και ο ανθρωπιστικός μανδύας του προγράμματος ξεγελάνε, αλλά δεν μπορούν να κρύψουν τα δολοφονικά ένστικτα του ανθρωποφάγου συστήματος που υπηρετεί η ΕΕ και οι μηχανισμοί της.