Οι άνθρωποι ενηλικιώνονται όταν αποχαιρετούν φίλους. Νεότεροι πιστεύουμε ότι σε μας δε θα συμβεί, θα παραμείνουμε άτρωτοι, απείραγοι, συμπαγείς. Το πιστεύαμε ή αποδιώχναμε το αίσθημα του θανάτου. Αυτό θα πει νεότητα, γνωρίζεις αλλά δε θέλεις να ξέρεις.
΄΄Για όλους ο θάνατος φυλάει ένα βλέμμα΄΄ γράφει ο Τσεζάρε Παβέζε και ο Σάββας Μετοικίδης ,σύντροφος από παλιά, με την αυτοκτονία του έθεσε το ύστατο πολιτικό ερώτημα. Αν αξίζει αυτή η ζωή να τη ζεις ή όχι. Το έθεσε μέσα από δρόμους ιδιωτικούς αλλά και δημόσιους. Ευπαθείς οδούς του συναισθήματος, αυτού που πάντα υπήρξε, ένα παιδί άφοβο στην εξουσία και ευάλωτο στα αισθήματα.
Φύση ρομαντική, από τα υλικά των επαναστατών που τα θέλουν όλα, και αγώνα ανατροπής και οικοδόμηση του νέου, και συντροφικότητα και αθωότητα και δόσιμο. Όλα και δημόσια και ιδιωτικά. Να αυτό είναι το άλλο ερώτημα που θέτει , πώς μπαίνει κανείς στη ζωή της διεκδίκησης, όντας αθώος και τρωτός. Πώς συγχρονίζεται ο κοινός αγώνας με την απόσταση από τους συντρόφους ; Πώς συγχνωτίζεται η μαζικότητα με τη μοναξιά; Τι δεν έδεσε, τι δε δένει, τι δεν κράτησε το νήμα ανάμεσα στο πολύ και το λίγο. Τα αδιέξοδα της ζωής δε γεμίζουν πάντα από τους κοινούς στόχους. Μεγαλώνει η ύπαρξη, εγγράφεται πέρα από τη βιολογικότητά της όταν διεκδικείς για όλους, αλλά όταν τα πράγματα μικραίνουν, συστρέφονται προς τα μέσα, οι λύσεις για όλους δε θεραπεύουν τον πόνο του ενός.
Πολλές φορές κατηγορήθηκε η Αριστερά για σκληρότητα απέναντι στους ανθρώπους της. Μια μαρτυρική οδός του δημοσίου χώρου, που δεν μπορεί να απαντήσει στα αυτονόητα του ιδιωτικού βίου. ΄΄Δεν μπορώ σύντροφοι ΄΄ ΄΄Είμαι μόνος , πονάω΄΄ ΄΄Δεν ξέρω πού να ακουμπήσω, φοβάμαι΄΄. Η κρίση του πνεύματος απέναντι στην κρίση του κορμιού.
Ο Σάββας, ο δικός μας Σάββας των χρόνων του ’90, έθεσε ένα ζήτημα τόσο ιδιωτικό όσο και πολιτικό, αν υπάρχουν εντέλει αυτοί οι διαχωρισμοί. Αν έχει νόημα αυτή η ζωή να τη ζήσεις. Και βεβαιωθείτε πως δεν είμαι από κείνους που θέλουν να δώσουν πολιτική διάσταση σε μια ιδιωτική χειρονομία, κατά την επικαιρότητα των στιγμών, το αντίθετο μάλιστα. Η εθελούσια έξοδος από τη ζωή απαντά ίσως, στο ερώτημα της νοηματοδότησης του κόσμου, αλλά σίγουρα, θέτει σε κρίση τις όποιες βεβαιότητες. Αυτό είναι το μέγιστο φιλοσοφικό ερώτημα, λέει ο Καμί, όλα τα άλλα, αν ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις ,αν το πνεύμα έχει 9 ή 10 κατηγορίες ακολουθούν και είναι παιχνίδια.
Η αυτοχειρία δεν είναι αρρώστια, μια υπεκφυγή από τη ζωή, » ωριμάζει μέσα στη σιωπή της καρδιάς, όπως ωριμάζει ένα μεγάλο έργο. Ο ίδιος ο άνθρωπος το αγνοεί»1.
΄΄Υπάρχουν πολλά αίτια σε μια αυτοκτονία και γενικά τα φανερά δεν είναι τα κυριότερα»2. Ο άνθρωπος που αυτοκτονεί ξεκινάει ένα δρόμο για να δώσει λύση στο αίσθημα του παραλόγου. Παράλογο είναι »ένα σύμπαν στερημένο από τις ψευδαισθήσεις της γης της Επαγγελίας, μια εξορία στερημένη από τις αναμνήσεις μιας χαμένης πατρίδας»3. Ένας άνυδρος τόπος, μια έρημη χώρα, αυτό είναι το αίσθημα του παραλόγου που έχει »ένας ηθοποιός που βρίσκεται σε απόσταση από τη σκηνή του, ο άνθρωπος από τη ζωή του»4 .
Και απομένει σε μας να αναμετρηθούμε με αυτά τα νοήματα, τη λογική του παραλόγου, το αχώρητο του θανάτου.
Πώς η κρίση του κορμιού που είναι δυνατότερη από την κρίση του πνεύματος δεν αποτρέπει, την τελική χειρονομία . Πώς δεν εκμηδενίζει το ΄΄παράλογο ΄΄αίσθημα.
Πώς κατορθώνει κανείς να γίνει άφοβος, γενναίος απέναντι στο θάνατο, ώστε να τον προκαλέσει, να τον επιδιώξει.
Πώς ξεπερνάει κανείς τη συνήθεια της ύπαρξης να ζει , γιατί το να πεθαίνει κανείς θεληματικά σημαίνει ότι αναγνωρίζει το γελοίο χαρακτήρα της συνήθειας , τη ματαιότητα του πόνου.
Πώς η ένταξη στο ιδεώδες του γενικού καλού δεν εμποδίζει »τη σκόνη που καλύπτει τα πάντα ». Αλλά αυτή είναι η ζωή »ζούμε όπως ονειρευόμαστε- μόνοι»5.
Αυτές οι αντιφάσεις, οι ασάφειες, οι ερμηνείες απέναντι στην αντινομία του θανάτου από μένα , από άλλους, άλλα.
Από το μυαλό μας δε βγαίνει ο Σάββας, πάντα θα αναμετριόμαστε με τα ερωτήματα που έθεσε, τη λύση που έδωσε. Πάντα θα νιώθουμε ότι κάτι δεν κάναμε, πάντα θα υποθέτουμε ότι ίσως μπορούσαμε με ένα λόγο μας να το σταματήσουμε.
Ο Σάββας Μετοικίδης ο φίλος από τα παλιά, ο έμπλεος πάθους σύντροφος μας, ο μια σταλιά άνθρωπος με τη μεγάλη καρδιά, δεν είναι πια μαζί μας. Είναι ο πρώτος νεκρός που αποχαιρετούμε . Μεγαλώσαμε, γεράσαμε. Μένει ο λόγος του πατέρα »γιατί Σάββα πουλί μ» και ο στίχος του Γκόνη
΄Ένας άνθρωπος κλειστός
σαν ερειπωμένο σπίτι.
Ούτε φως, ούτε καπνός
ούτε τζάμι στο φεγγίτη.
Ο μικρός μου αδελφός
ένας άνθρωπος κλειστός,
σαν παρατημένο σπίτι.
Γράφει λόγια στο νερό
στο πηγάδι ρίχνει πέτρες
Στου Θεού το φιλιατρό
με σκοινιά τραβά δραπέτες
Τους τραβά έξω στο φως
κι ύστερα φεύγει σκυφτός
στα βουνά, στις μαύρες πέτρες.
1, 2, 3. 4. Αλμπέρ Καμί
5. Τζόζεφ Κόνραντ
. Παπαδοπούλου Λένα