Ετήσια έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ)

«Αξιολόγηση», «αυτονομία», παραπέρα διαφοροποίηση των σχολικών μονάδων

Μια σειρά προτάσεις που κινούνται εντός της στρατηγικής της κυβέρνησης για την Εκπαίδευση (κάποιες από αυτές περιλαμβάνονταν λεπτομερειακά και στα πορίσματα του κυβερνητικού διαλόγου για την Παιδεία), περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), η οποία είχε κατατεθεί το Δεκέμβρη στη Βουλή και επανεμφανίστηκε χτες σε ιστοσελίδες του διαδικτύου. Στην έκθεση προτείνονται μια σειρά ρυθμίσεις για τους εκπαιδευτικούς, αλλά και οι πάγιες προτάσεις του ΟΟΣΑ για «αξιολόγηση», ενίσχυση της «αυτονομίας» των σχολικών μονάδων και διαφοροποίηση των μαθημάτων τους.

Αναφορικά με την «αξιολόγηση των σχολικών μονάδων», η ΑΔΙΠΠΔΕ επαναλαμβάνει το διακηρυγμένο στόχο της κυβέρνησης για «αυτοαξιολόγηση», προτείνοντας αναβαθμισμένο ρόλο στους σχολικούς συμβούλους, που, όπως λέει χαρακτηριστικά, πρέπει να παίζουν το ρόλο του «κριτικού φίλου» και να λογίζονται ως «εσωτερικοί» αξιολογητές των σχολικών μονάδων, προτείνοντας στους εκπαιδευτικούς στήριξη, νέες ιδέες, εναλλακτικές προσεγγίσεις κ.ο.κ. Αναφορικά δε με την «εξωτερική αξιολόγηση», επισημαίνει ότι «στο μέλλον, αφού έχει εμπεδωθεί κουλτούρα αξιολόγησης», μπορεί να εφαρμοστεί και αυτή σε συνδυασμό με την «εσωτερική αξιολόγηση». Για την εμπέδωση αυτή της «κουλτούρας» επισημαίνεται ότι «πρέπει να διασφαλιστούν, πρωτίστως, οι διαθέσεις και οι στάσεις των εκπαιδευτικών για ενεργό εμπλοκή τους». Αναφορικά δε με τα αποτελέσματα της «αυτοαξιολόγησης» και τις σχετικές εκθέσεις κάθε σχολικής μονάδας, η ΑΔΙΠΠΔΕ εισηγείται «να αξιοποιούνται ενδο-υπηρεσιακά», δεν αποκλείει ωστόσο και τη δημοσιοποίησή τους μετά από απόφαση της σχολικής μονάδας…

Η ΑΔΙΠΠΔΕ μιλάει ακόμα για ανάγκη ενός «νέου θεσμικού πλαισίου απόδοσης και πιστοποίησης της παιδαγωγικής επάρκειας» των εκπαιδευτικών, στο πνεύμα της συζήτησης που είναι ανοιχτή σε πολλές πανεπιστημιακές σχολές και της παλιότερης εξαγγελίας της κυβέρνησης για αλλαγή του σχετικού θεσμικού πλαισίου, μια συζήτηση που «κλείνει το μάτι» στο πέταγμα της παιδαγωγικής επάρκειας εκτός πτυχίου από τις σχολές που ακόμα την έχουν εντός. Στο ίδιο πνεύμα, της ακόμα μεγαλύτερης αποσύνδεσης του πτυχίου από το επάγγελμα και των επιπρόσθετων φραγμών για την πρόσβαση ειδικά στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού, κάτω από τον τίτλο «στήριξη και ανατροφοδότηση νέων εκπαιδευτικών και διαδικασίες μονιμοποίησής τους», η ΑΔΙΠΠΔΕ προτείνει επανακαθορισμό της φάσης του δόκιμου εκπαιδευτικού με επιμορφώσεις και παρακολούθηση από σχολικούς συμβούλους και παλαιότερους «μέντορες» – εκπαιδευτικούς.

Πέρα από τους «μέντορες», η έκθεση κάνει λόγο και για «ενδοσχολική υπηρεσιακή ανέλιξη εκπαιδευτικών», προτείνοντας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να αναβαθμιστεί ο ρόλος του εκπαιδευτικού «υπεύθυνου τμήματος» και να θεσμοθετηθούν σε κάθε σχολική μονάδα εκπαιδευτικοί που θα αναλάβουν το ρόλο του «συντονιστή ειδικότητας» (πρόταση που μπορεί να συνδυαστεί και με αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις που είναι στα σκαριά, όπως π.χ. η ενοποίηση ειδικοτήτων). Γενικότερα, πάντως, τα παραπάνω συνιστούν προτάσεις για πολλαπλασιασμό κατά κάποιο τρόπο των στελεχών εκπαίδευσης στις σχολικές μονάδες, κάτι που διαφαίνεται και από επόμενο σημείο της έκθεσης, όπου γίνεται λόγος για συμπέρασμα που προκύπτει από τον ΟΟΣΑ, ότι «στα σχολικά συστήματα όπου οι διευθυντές ανέφεραν μεγαλύτερη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στη διοίκηση, οι επιδόσεις των μαθητών ήταν υψηλότερες, αναδεικνύοντας την ανάγκη για υιοθέτηση κατανεμητικών μοντέλων ηγεσίας».

Με βάση τη στρατηγική του ΟΟΣΑ, που υιοθετεί πλήρως η κυβέρνηση, η ΑΔΙΠΠΔΕ κάνει προτάσεις για ενίσχυση της «αυτονομίας» των σχολικών μονάδων, με διαφοροποιημένη χρηματοδότηση υπέρ των πιο αδύναμων σχολείων, αλλά και διαφοροποιημένο πρόγραμμα μαθημάτων. Συγκεκριμένα, προτείνεται «η πολιτεία να διαμορφώνει «πυρηνικά» Προγράμματα Σπουδών (core curriculum), τα οποία θα αντιστοιχούν περίπου στο 75% του διδακτικού χρόνου και θα είναι κοινά για όλα τα σχολεία της χώρας, και το υπόλοιπο 25% να αποφασίζεται σε σχολικό επίπεδο».